Κάτω από τις εύηχες λέξεις «αυτοτέλεια», «κοινωνική λογοδοσία», «σύνδεση με την κοινωνία» κρύβονται αλλαγές που ουσιαστικά ιδιωτικοποιούν την ανώτατη εκπαίδευση.
Κάτω από τις εύηχες λέξεις «αυτοτέλεια»,
«κοινωνική λογοδοσία», «σύνδεση με την κοινωνία» κρύβονται αλλαγές που
ουσιαστικά ιδιωτικοποιούν την ανώτατη εκπαίδευση
Του Χρήστου Κάτσικα
Οι μεγάλες και συστηματικές παρεμβάσεις που επιχειρούνται την περίοδο αυτή στα Πανεπιστήμια με τον εξοστρακισμό εκατοντάδων διοικητικών υπαλλήλων αφενός αποτελούν συνέχεια και εμβάθυνση των αλλαγών στην ανώτατη εκπαίδευση που έγιναν τα τελευταία χρόνια και αφετέρου επιταχύνουν την προσαρμογή των Πανεπιστημίων στην υπηρεσία στρατηγικών επιλογών, με στόχο τη μετάλλαξη του ακαδημαϊκού και δημόσιου χαρακτήρα των ιδρυμάτων.
Οι παρεμβάσεις αυτές αποτελούν την ελληνική εκδοχή των ενεργειών και των μέτρων με τα οποία η κυρίαρχη στην Ευρώπη πολιτική επιχειρεί να «ανασχεδιάσει» την εκπαίδευση στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης». Στον κεντρικό πυρήνα τους αντιμετωπίζουν την παιδεία ως εμπόρευμα / υπηρεσίες εκπαίδευσης, και ως τέτοιες πρέπει να υπόκεινται στους κανόνες της αγοράς, τους φοιτητές ως πελάτες που αγοράζουν αυτές τις υπηρεσίες και τους φορείς που τις παράγουν ως επιχειρήσεις.
Κάτω από τις εύηχες λέξεις «αυτοτέλεια», «κοινωνική λογοδοσία», «σύνδεση με την κοινωνία και την οικονομία» κρύβονται αλλαγές που ουσιαστικά ιδιωτικοποιούν την ανώτατη εκπαίδευση και αλλάζουν το περιεχόμενο και τη λειτουργία της. Το «αυτοτελές» Πανεπιστήμιο θα πρέπει να αναζητήσει πόρους για τη λειτουργία του. Εδώ ας μη γελιόμαστε: οι πιο συνήθεις πόροι είναι οι ίδιοι οι φοιτητές που θα κληθούν να πληρώσουν τις σπουδές τους. Η εμπειρία των μεταπτυχιακών στην Ελλάδα αλλά και του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και του λεγόμενου Διεθνούς Πανεπιστημίου, στα οποία οι φοιτητές πληρώνουν δίδακτρα, είναι τρέχουσα και διδακτική. Η περιβόητη «λογοδοσία» αλλοιώνει ουσιαστικά το περιεχόμενο του Πανεπιστημίου. Από χώρος ελεύθερης σκέψης και ακαδημαϊκής έρευνας, το Πανεπιστήμιο, προκειμένου να επιβιώσει και να αποδείξει τη «χρησιμότητά» του στην κοινωνία (δηλαδή στις επιχειρήσεις), θα πρέπει να μετατραπεί σε χώρο κατάρτισης με βάση τις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς.
Η επιτάχυνση αυτών των παρεμβάσεων διευκολύνεται από την εμπλοκή του ΔΝΤ στην ελληνική οικονομία. Οι παραινέσεις για συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της μη καταβολής των επόμενων δόσεων για την αποπληρωμή δανείων, γίνονται ο ούριος άνεμος για να φυσήξουν τα πανιά της ιδιωτικοποίησης στο ελληνικό Πανεπιστήμιο. Ομως, οι σκοποί και οι κατευθύνσεις αυτής της πολιτικής έχουν οριοθετηθεί εδώ και χρόνια.
Κανονική επιχείρηση
Το δημόσιο Πανεπιστήμιο τείνει, λοιπόν, να αντιμετωπίζεται σαν μια επιχείρηση ανάμεσα στις άλλες, που οφείλει να βρει τρόπους ώστε να επιπλεύσει σε συνθήκες οξύτατου εμπορικού ανταγωνισμού. Τούτο, για το υπουργείο Παιδείας, σημαίνει ότι τα ΑΕΙ οφείλουν να αλλάξουν τη «χρηματοδοτική τους κουλτούρα» και να απελευθερωθούν από τα «δεσμά» της δημόσιας χρηματοδότησης, να διευρύνουν τη συνεργασία τους με την αγορά και τους εργοδότες. Παράλληλα, η όποια δημόσια χρηματοδότηση πρέπει να είναι «στοχοθετημένη» και να υπηρετεί την ολοκλήρωση της «διαδικασίας της Μπολόνια». Στο πλαίσιο αυτό πριμοδοτείται η αλλαγή του τρόπου διοίκησης των ιδρυμάτων και η καθιέρωση «αποτελεσματικότερων» συστημάτων μάνατζμεντ, που επιτρέπουν ευελιξία, αποτελεσματική διαχείριση πόρων, άνοιγμα στις αγορές υπηρεσιών εκπαίδευσης, «προώθηση» προϊόντων έρευνας και έλεγχο της «αποδοτικότητας» του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού. Σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας και υψηλής ανεργίας είναι εύκολο να πεισθεί η κοινή γνώμη ότι οι περιορισμένοι πόροι πρέπει να αξιοποιούνται «αποδοτικά», να μη γίνονται «σπατάλες» σε σχολεία και Πανεπιστήμια και ότι η ανεργία μπορεί να καταπολεμηθεί αν τα προγράμματα των σχολείων και των Πανεπιστημίων γίνουν συμβατά με τις «ανάγκες» της αγοράς εργασίας. Η κυρίαρχη πολιτική οικοδομεί την πολιτική της επιχειρηματολογία κατηγορώντας το κράτος πρόνοιας ως «υπερφορτωμένο κράτος», σαν «γραφειοκρατικό παραλογισμό», σαν «ελέφαντα» που ισοπεδώνει τις «ζωτικές δυνάμεις» της κοινωνίας, δηλαδή τους κεφαλαιοκράτες, κάτω από το βάρος του κόστους του.
Μισθοί, κοινωνική ασφάλεια, συντάξεις, δωρεάν υγεία, δωρεάν παιδεία, προστασία της μητρότητας, όλα αυτά τα στοιχεία που διασφαλίζουν τους όρους της αξιοπρεπούς διαβίωσης των ανθρώπων και της προαγωγής του πολιτισμού, είναι «βαρίδια» στα πόδια των κεφαλαιοκρατών που πρέπει να απαλλαγούν από αυτά για να κάνουν επενδύσεις προκειμένου να έρθει η οικονομική ανάπτυξη και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Αναπτύσσεται μια πολιτική ορολογία που μοιάζει με τη «λιποδιάλυση» που υπόσχονται τα ινστιτούτα αδυνατίσματος.
Μόνο που το «λίπος» που πρέπει να «καεί» στην προκειμένη περίπτωση είναι οι κατακτήσεις των δυνάμεων της εργασίας.
Με όχημα τον μηχανισμό της λεγόμενης «αξιολόγησης» τα Πανεπιστήμια εκβιάζονται να προωθήσουν τις «πωλήσεις» των υπηρεσιών τους, υποτασσόμενα στις εκάστοτε εκτιμήσεις για τις ανάγκες της αγοράς, να μετατοπίσουν τη μέριμνα των προγραμμάτων σπουδών προς τις απαιτήσεις της κατάρτισης και πολύ σύντομα να ορίσουν δίδακτρα και να μειώσουν τον χρόνο της μάθησης που αντιστοιχεί στο βασικό πτυχίο.
Ας το σκεφτούμε πιο καλά. Τι επιτυγχάνεται με τον εξοστρακισμό εκατοντάδων υπαλλήλων που στηρίζουν τη λειτουργία των Πανεπιστημίων; Τι πετυχαίνει η κυβέρνηση με το να μην καλύπτει ούτε τα αναλώσιμα υλικά των τμημάτων των Πανεπιστημίων και των ΑΤΕΙ; Τι κερδίζει με το να οδηγεί π.χ. το ένα Πανεπιστήμιο να αδυνατεί να πληρώσει ακόμη και τους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ (φως και τηλέφωνο), το άλλο να αδυνατεί να λειτουργήσει τις διοικητικές του υπηρεσίες, το τρίτο να μην έχει προσωπικό για τα μαθήματα των φοιτητών του;
Από τη μια προσφέρει τροφή για κριτική στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, υποδαυλίζει το κλίμα της δυσαρέσκειας και μέσα από την καλλιέργεια μιας γενικευμένης αβεβαιότητας φορτίζει την μπαταρία στις παραπλανητικές Σειρήνες των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Επιδέξια και αθόρυβα, με τη βοήθεια της συστηματικής προβολής από τις ηλεκτρονικές μας κουβερνάντες (ΜΜΕ), μετά από όλα αυτά, όλος ο «προβληματισμός» που αναπτύσσεται μοιάζει με τη θεωρία του πεπρωμένου στη θρησκευτική σκέψη όπου οι άνθρωποι αναφωνούν «είναι θέλημα θεού» για να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν μια ορισμένη εξέλιξη των πραγμάτων.
Από την άλλη, εξαναγκάζει τα τριτοβάθμια ιδρύματα «να συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις» τού «κατά Μπολόνια Ευαγγελίου», δηλαδή, να υιοθετήσουν τη συμπεριφορά ιδιωτικής επιχείρησης για να βρουν νέους πόρους κρατώντας από τη μια τον δίσκο του εράνου και από την άλλη το λιβανιστήρι.
Σύμφωνα με τα στρατηγικά και «επιχειρηματικά» σχέδια του ΥΠΑΙΘ, η περιστολή της δημόσιας χρηματοδότησης θα δημιουργήσει συνθήκες «δημιουργικής ανασφάλειας» στα Πανεπιστήμια και θα τα υποχρεώσει να εξορθολογίσουν τη διαχείρισή τους, περικόπτοντας δαπάνες και λειτουργικά έξοδα, και να στραφούν στην αγορά σε αναζήτηση νέων πηγών εσόδων (δίδακτρα, σύνδεση με επιχειρήσεις, μετατροπή σε επιχειρήσεις πώλησης υπηρεσιών).
Ερχονται και δίδακτρα
Είναι σίγουρο! Σε σύντομο χρονικό διάστημα, μέσα στην επόμενη τριετία, αν ευοδωθούν οι παραπάνω σχεδιασμοί, το ελληνικό Πανεπιστήμιο θα επιβάλει δίδακτρα. Ναι, ας μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Και αυτά τα δίδακτρα δεν θα επιβληθούν τυπικά από «πάνω», κεντρικά, αλλά από την κάθε σχολή ξεχωριστά, στο πλαίσιο της «αυτοτέλειας», της «σύνδεσης με την κοινωνία και την οικονομία», της αλλαγής «χρηματοδοτικής κουλτούρας», της «απελευθέρωσης από τα δεσμά της δημόσιας χρηματοδότησης» και άλλων ζαχαρωμένων εκφράσεων που κάθε λίγο και λιγάκι «ξεφουρνίζει» το υπουργικό επιτελείο του Αμαρουσίου.
Μαζί με την επιβολή διδάκτρων θα μειώσουν και τα χρόνια των προπτυχιακών σπουδών. Γιατί αυτό προκρίνουν η «διαδικασία της Μπολόνια», ο ΟΟΣΑ, το Διευθυντήριο. Το δικό μας υπουργείο Παιδείας απλώς λιπαίνει το έδαφος για να έρθουν όλα αυτά σαν… ώριμο φρούτο! Τα δίδακτρα, οι συγχωνεύσεις, τα λουκέτα!
Του Χρήστου Κάτσικα
Οι μεγάλες και συστηματικές παρεμβάσεις που επιχειρούνται την περίοδο αυτή στα Πανεπιστήμια με τον εξοστρακισμό εκατοντάδων διοικητικών υπαλλήλων αφενός αποτελούν συνέχεια και εμβάθυνση των αλλαγών στην ανώτατη εκπαίδευση που έγιναν τα τελευταία χρόνια και αφετέρου επιταχύνουν την προσαρμογή των Πανεπιστημίων στην υπηρεσία στρατηγικών επιλογών, με στόχο τη μετάλλαξη του ακαδημαϊκού και δημόσιου χαρακτήρα των ιδρυμάτων.
Οι παρεμβάσεις αυτές αποτελούν την ελληνική εκδοχή των ενεργειών και των μέτρων με τα οποία η κυρίαρχη στην Ευρώπη πολιτική επιχειρεί να «ανασχεδιάσει» την εκπαίδευση στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης». Στον κεντρικό πυρήνα τους αντιμετωπίζουν την παιδεία ως εμπόρευμα / υπηρεσίες εκπαίδευσης, και ως τέτοιες πρέπει να υπόκεινται στους κανόνες της αγοράς, τους φοιτητές ως πελάτες που αγοράζουν αυτές τις υπηρεσίες και τους φορείς που τις παράγουν ως επιχειρήσεις.
Κάτω από τις εύηχες λέξεις «αυτοτέλεια», «κοινωνική λογοδοσία», «σύνδεση με την κοινωνία και την οικονομία» κρύβονται αλλαγές που ουσιαστικά ιδιωτικοποιούν την ανώτατη εκπαίδευση και αλλάζουν το περιεχόμενο και τη λειτουργία της. Το «αυτοτελές» Πανεπιστήμιο θα πρέπει να αναζητήσει πόρους για τη λειτουργία του. Εδώ ας μη γελιόμαστε: οι πιο συνήθεις πόροι είναι οι ίδιοι οι φοιτητές που θα κληθούν να πληρώσουν τις σπουδές τους. Η εμπειρία των μεταπτυχιακών στην Ελλάδα αλλά και του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και του λεγόμενου Διεθνούς Πανεπιστημίου, στα οποία οι φοιτητές πληρώνουν δίδακτρα, είναι τρέχουσα και διδακτική. Η περιβόητη «λογοδοσία» αλλοιώνει ουσιαστικά το περιεχόμενο του Πανεπιστημίου. Από χώρος ελεύθερης σκέψης και ακαδημαϊκής έρευνας, το Πανεπιστήμιο, προκειμένου να επιβιώσει και να αποδείξει τη «χρησιμότητά» του στην κοινωνία (δηλαδή στις επιχειρήσεις), θα πρέπει να μετατραπεί σε χώρο κατάρτισης με βάση τις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς.
Η επιτάχυνση αυτών των παρεμβάσεων διευκολύνεται από την εμπλοκή του ΔΝΤ στην ελληνική οικονομία. Οι παραινέσεις για συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της μη καταβολής των επόμενων δόσεων για την αποπληρωμή δανείων, γίνονται ο ούριος άνεμος για να φυσήξουν τα πανιά της ιδιωτικοποίησης στο ελληνικό Πανεπιστήμιο. Ομως, οι σκοποί και οι κατευθύνσεις αυτής της πολιτικής έχουν οριοθετηθεί εδώ και χρόνια.
Κανονική επιχείρηση
Το δημόσιο Πανεπιστήμιο τείνει, λοιπόν, να αντιμετωπίζεται σαν μια επιχείρηση ανάμεσα στις άλλες, που οφείλει να βρει τρόπους ώστε να επιπλεύσει σε συνθήκες οξύτατου εμπορικού ανταγωνισμού. Τούτο, για το υπουργείο Παιδείας, σημαίνει ότι τα ΑΕΙ οφείλουν να αλλάξουν τη «χρηματοδοτική τους κουλτούρα» και να απελευθερωθούν από τα «δεσμά» της δημόσιας χρηματοδότησης, να διευρύνουν τη συνεργασία τους με την αγορά και τους εργοδότες. Παράλληλα, η όποια δημόσια χρηματοδότηση πρέπει να είναι «στοχοθετημένη» και να υπηρετεί την ολοκλήρωση της «διαδικασίας της Μπολόνια». Στο πλαίσιο αυτό πριμοδοτείται η αλλαγή του τρόπου διοίκησης των ιδρυμάτων και η καθιέρωση «αποτελεσματικότερων» συστημάτων μάνατζμεντ, που επιτρέπουν ευελιξία, αποτελεσματική διαχείριση πόρων, άνοιγμα στις αγορές υπηρεσιών εκπαίδευσης, «προώθηση» προϊόντων έρευνας και έλεγχο της «αποδοτικότητας» του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού. Σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας και υψηλής ανεργίας είναι εύκολο να πεισθεί η κοινή γνώμη ότι οι περιορισμένοι πόροι πρέπει να αξιοποιούνται «αποδοτικά», να μη γίνονται «σπατάλες» σε σχολεία και Πανεπιστήμια και ότι η ανεργία μπορεί να καταπολεμηθεί αν τα προγράμματα των σχολείων και των Πανεπιστημίων γίνουν συμβατά με τις «ανάγκες» της αγοράς εργασίας. Η κυρίαρχη πολιτική οικοδομεί την πολιτική της επιχειρηματολογία κατηγορώντας το κράτος πρόνοιας ως «υπερφορτωμένο κράτος», σαν «γραφειοκρατικό παραλογισμό», σαν «ελέφαντα» που ισοπεδώνει τις «ζωτικές δυνάμεις» της κοινωνίας, δηλαδή τους κεφαλαιοκράτες, κάτω από το βάρος του κόστους του.
Μισθοί, κοινωνική ασφάλεια, συντάξεις, δωρεάν υγεία, δωρεάν παιδεία, προστασία της μητρότητας, όλα αυτά τα στοιχεία που διασφαλίζουν τους όρους της αξιοπρεπούς διαβίωσης των ανθρώπων και της προαγωγής του πολιτισμού, είναι «βαρίδια» στα πόδια των κεφαλαιοκρατών που πρέπει να απαλλαγούν από αυτά για να κάνουν επενδύσεις προκειμένου να έρθει η οικονομική ανάπτυξη και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Αναπτύσσεται μια πολιτική ορολογία που μοιάζει με τη «λιποδιάλυση» που υπόσχονται τα ινστιτούτα αδυνατίσματος.
Μόνο που το «λίπος» που πρέπει να «καεί» στην προκειμένη περίπτωση είναι οι κατακτήσεις των δυνάμεων της εργασίας.
Με όχημα τον μηχανισμό της λεγόμενης «αξιολόγησης» τα Πανεπιστήμια εκβιάζονται να προωθήσουν τις «πωλήσεις» των υπηρεσιών τους, υποτασσόμενα στις εκάστοτε εκτιμήσεις για τις ανάγκες της αγοράς, να μετατοπίσουν τη μέριμνα των προγραμμάτων σπουδών προς τις απαιτήσεις της κατάρτισης και πολύ σύντομα να ορίσουν δίδακτρα και να μειώσουν τον χρόνο της μάθησης που αντιστοιχεί στο βασικό πτυχίο.
Ας το σκεφτούμε πιο καλά. Τι επιτυγχάνεται με τον εξοστρακισμό εκατοντάδων υπαλλήλων που στηρίζουν τη λειτουργία των Πανεπιστημίων; Τι πετυχαίνει η κυβέρνηση με το να μην καλύπτει ούτε τα αναλώσιμα υλικά των τμημάτων των Πανεπιστημίων και των ΑΤΕΙ; Τι κερδίζει με το να οδηγεί π.χ. το ένα Πανεπιστήμιο να αδυνατεί να πληρώσει ακόμη και τους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ (φως και τηλέφωνο), το άλλο να αδυνατεί να λειτουργήσει τις διοικητικές του υπηρεσίες, το τρίτο να μην έχει προσωπικό για τα μαθήματα των φοιτητών του;
Από τη μια προσφέρει τροφή για κριτική στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, υποδαυλίζει το κλίμα της δυσαρέσκειας και μέσα από την καλλιέργεια μιας γενικευμένης αβεβαιότητας φορτίζει την μπαταρία στις παραπλανητικές Σειρήνες των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Επιδέξια και αθόρυβα, με τη βοήθεια της συστηματικής προβολής από τις ηλεκτρονικές μας κουβερνάντες (ΜΜΕ), μετά από όλα αυτά, όλος ο «προβληματισμός» που αναπτύσσεται μοιάζει με τη θεωρία του πεπρωμένου στη θρησκευτική σκέψη όπου οι άνθρωποι αναφωνούν «είναι θέλημα θεού» για να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν μια ορισμένη εξέλιξη των πραγμάτων.
Από την άλλη, εξαναγκάζει τα τριτοβάθμια ιδρύματα «να συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις» τού «κατά Μπολόνια Ευαγγελίου», δηλαδή, να υιοθετήσουν τη συμπεριφορά ιδιωτικής επιχείρησης για να βρουν νέους πόρους κρατώντας από τη μια τον δίσκο του εράνου και από την άλλη το λιβανιστήρι.
Σύμφωνα με τα στρατηγικά και «επιχειρηματικά» σχέδια του ΥΠΑΙΘ, η περιστολή της δημόσιας χρηματοδότησης θα δημιουργήσει συνθήκες «δημιουργικής ανασφάλειας» στα Πανεπιστήμια και θα τα υποχρεώσει να εξορθολογίσουν τη διαχείρισή τους, περικόπτοντας δαπάνες και λειτουργικά έξοδα, και να στραφούν στην αγορά σε αναζήτηση νέων πηγών εσόδων (δίδακτρα, σύνδεση με επιχειρήσεις, μετατροπή σε επιχειρήσεις πώλησης υπηρεσιών).
Ερχονται και δίδακτρα
Είναι σίγουρο! Σε σύντομο χρονικό διάστημα, μέσα στην επόμενη τριετία, αν ευοδωθούν οι παραπάνω σχεδιασμοί, το ελληνικό Πανεπιστήμιο θα επιβάλει δίδακτρα. Ναι, ας μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Και αυτά τα δίδακτρα δεν θα επιβληθούν τυπικά από «πάνω», κεντρικά, αλλά από την κάθε σχολή ξεχωριστά, στο πλαίσιο της «αυτοτέλειας», της «σύνδεσης με την κοινωνία και την οικονομία», της αλλαγής «χρηματοδοτικής κουλτούρας», της «απελευθέρωσης από τα δεσμά της δημόσιας χρηματοδότησης» και άλλων ζαχαρωμένων εκφράσεων που κάθε λίγο και λιγάκι «ξεφουρνίζει» το υπουργικό επιτελείο του Αμαρουσίου.
Μαζί με την επιβολή διδάκτρων θα μειώσουν και τα χρόνια των προπτυχιακών σπουδών. Γιατί αυτό προκρίνουν η «διαδικασία της Μπολόνια», ο ΟΟΣΑ, το Διευθυντήριο. Το δικό μας υπουργείο Παιδείας απλώς λιπαίνει το έδαφος για να έρθουν όλα αυτά σαν… ώριμο φρούτο! Τα δίδακτρα, οι συγχωνεύσεις, τα λουκέτα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου