Ο
Ιωάννης Βάρσος (γεν. Αθήνα 1913), απόφοιτος του Παντείου Πανεπιστημίου
και έφεδρος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, υπηρέτησε στο τρίτο τάγμα
του 29ου Συντάγματος Πεζικού Κομοτηνής στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού
πολέμου (1940-1941). Εκτελώντας χρέη λοχαγού, κρατούσε καθημερινά το
πολεμικό ημερολόγιο του τάγματος και φρόντισε για τη φύλαξή του στην
Αθήνα μετά τον πόλεμο. Μαζί με άλλα έγγραφα και φωτογραφίες το
ημερολόγιο αποτελεί μοναδική πηγή ιστορίας που απόκειται σε μορφή
ψηφιακού αντίγραφου στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Κομοτηνή.
Σύμφωνα με το πολεμικό ημερολόγιο, η συνολική δύναμη του τρίτου τάγματος του 29ου Συντάγματος Πεζικού ήταν 27 αξιωματικοί και 971 οπλίτες. Από την ονομαστική κατάταξη περίπου 100 αξιωματικών και οπλιτών (αφορά ένα από τα πέντε τμήματα του τάγματος), τα 2/3 των ανδρών κατάγονταν από την περιοχή της Ροδόπης και το 1/3 από άλλα μέρη της Ελλάδας (κυρίως από το Ρέθυμνο της Κρήτης). Στη δύναμη αυτή πολέμησαν Χριστιανοί (μεταξύ αυτών και Αρμένιοι), Μουσουλμάνοι και Εβραίοι έμποροι, εργάτες, γεωργοί και επαγγελματίες από την πόλη της Κομοτηνής και τα χωριά Αμβροσία, Αρίσβη, Ασκητές, Ασώματοι, Βυρσίνη, Θρυλόριο, Ίασμος, Καλλιθέα, Κίζαρι, Κρωβύλη, Λοφάριο, Μαρώνεια, Νέο Καβακλή, Νέα Καλλίστη, Παραδημή, Πόρπη, Προσκυνητές, Πρωτάτο, Σάπες, Σμιγάδα, Φανάρι και Χαμηλό.
Η αναχώρηση του τάγματος έγινε με ακμαίο ηθικό και καλό καιρό στις 6.30 το απόγευμα στις 18 Νοεμβρίου 1940. Πρώτος προορισμός το Αμύνταιο της Φλώρινας. Υπήρξε και ένα απρόοπτο στη διαδρομή καθώς το πρώτο τρένο συγκρούστηκε με άλλο χωρίς θύματα. Τέσσερις ημέρες αργότερα πατούσαν σε Αλβανικό έδαφος διανύοντας πορεία 21 χιλιομέτρων και κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες. Για δέκα περίπου ημέρες, μετακινούνταν συνεχώς σε διάφορα υψώματα κοντά στα αλβανογιουγκοσλαβικά σύνορα. Στις 3 Δεκεμβρίου οι άνδρες του δέχτηκαν την πρώτη επίθεση από το ιταλικό πυροβολικό. Ο Βάρσος γράφει στο ημερολόγιο της μονάδας: «Το Τάγμα μας λάμβανε το πρώτον βάπτισμα του πυρός. Επί ώραν εσυνεχίζετο η εχθρική βολή, χωρίς ουδεμίαν απώλειαν, ούτε τραυματισμόν. Ουδεμία μείωσις του ηθικού των ανδρών». Πρέπει να υπογραμμιστεί πως ο ελληνικός στρατός αγωνιζόταν εναντίον μιας αληθινής πολεμικής μηχανής, με ανώτερο στρατιωτικό εξοπλισμό, άφθονο πολεμικό υλικό, πιο οργανωμένες υγειονομικές υπηρεσίες, καλύτερη σίτιση και υποστήριξη από πολεμική αεροπορία.
Τις επόμενες ημέρες, άλλοτε με βροχή και άλλοτε με πυκνή χιονόπτωση, το τρίτο τάγμα του 29ου Συντάγματος Πεζικού έλαβε μέρος στις επιθέσεις του ελληνικού στρατού για την κατάληψη των υψωμάτων Φίλιππος και Μακεδονία (Πόγραδετς) και του τραπεζοειδούς (Καλυβάτσι-Πόγραδετς) από τις 5 μέχρι και 9 Δεκεμβρίου 1940. Την πρώτη ημέρα των μαχών, το τάγμα είχε τους πρώτους πέντε νεκρούς στο 10ο λόχο: τον λοχία Στ. Κωνσταντίνου και τον στρατιώτη Γιουσούφ Ογλού Οσμάν από την Κομοτηνή, τον στρ. Ευάγγελο Ματσούδη από τον Ίασμο, τον στρ. Κλ. Μανούσο από τα Ανώγεια Ρεθύμνου και τον στρ. Χρ. Νετσκέμη από το χωριό Πεντάλοφος Σουφλίου. Άλλοι 2 δηλώθηκαν ως εξαφανισθέντες και 29 άνδρες τραυματίστηκαν. Οι απώλειες συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες χωρίς να κάμψουν το ηθικό των στρατιωτών.
Ενώ οι συγκρούσεις μεταξύ των Ιταλών και των Ελλήνων συνεχίζονταν με σφοδρότητα στην περιοχή για ημέρες, οι άνδρες του τρίτου τάγματος έλαβαν θέσεις προφυλακής μάχης. Από τις 13 Δεκεμβρίου εμφανίστηκαν τα πρώτα κρούσματα «παγοπληξίας» τα οποία αυξήθηκαν τις επόμενες ημέρες εξαιτίας των καιρικών συνθηκών. Είχε φτάσει η ώρα της ανασύνταξης και της ξεκούρασης για τους γενναίους. Στις 19 Δεκεμβρίου, ύστερα από δύο εβδομάδες φονικών συγκρούσεων, οι άνδρες από την Κομοτηνή αναχωρούσαν για την «Πόσνιτσα». Το επόμενο χρονικό διάστημα (περίπου επτά εβδομάδες), το τάγμα οργάνωσε κέντρο αντιστάσεως και δόθηκε ευκαιρία για την εκπαίδευση κυρίως των νεοαφιχθέντων οπλιτών οι οποίοι δεν είχαν την εμπειρία των σκληρών μαχών.
Αυτό το διάστημα ο Βάρσος αλληλογραφούσε με την οικογένεια και τους φίλους του. Διασώθηκαν μόνο κάποιες επιστολές φίλων και συγγενών του, ενώ τα δικά του γράμματα προς τους γονείς του δεν βρέθηκαν στο Αρχείο του. Στις επιστολές των φίλων του κυριαρχεί ο πατριωτισμός, η συγκίνηση και η αγωνία για τη ζωή του, ενώ δεν λείπει και το χιούμορ. Ο Μάριος υπηρετούσε ως οδηγός αυτοκινήτου σε μονάδα εντός του Αλβανικού εδάφους και γράφει στον Βάρσο την προπαραμονή των Χριστουγέννων του 1940: «Αγαπητέ μου Γιάννη, Περνώ καλούτσικα. Κρύο εδώ μπόλικο. Χιόνι άφθονο. Μας επετέθη ένα αεροπλάνο. Κατέβηκε στα 40-50 μέτρα και μας πολυβόλησε. Δεν μας έκανε απολύτως τίποτα. Εγώ πάτησα τη μηχανή και τράβαγα ολοταχώς. Μόνο από την ταχύτητα και τη σχετική ταραχή μου έπεσα σ’ ένα λάκ[κ]ο και έσπασα το σιλανσιέ. Ψιλοπράματα…Τώρα κάνει σαν βομβαρδιστικό αεροπλάνο! Φαντάζομαι να μου φυλάξης κανένα λάφυρο για ανάμνηση. Εγώ σου φύλαξα μια αμυντική χειροβομβίδα για ταμπακιέρα!».
Από τις 11 Φεβρουαρίου 1941 και μέχρι το τέλος του μήνα, το τάγμα άλλαζε συνεχώς θέσεις με νυχτερινή πορεία αρκετών χιλιομέτρων και νοτιοδυτική κατεύθυνση, συχνά κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες και σε δύσβατο έδαφος. Στις 28 του μήνα, οι άνδρες του δέχτηκαν τα πρώτα αραιά πυρά του ιταλικού πυροβολικού. Τις επόμενες ημέρες, και σε υψόμετρο άνω των 1.000 μέτρων, αυτά τα νέα παιδιά από την πεδιάδα και τα ορεινά χωριά της Ροδόπης, τα Ανώγεια της Κρήτης και άλλες περιοχές ρίχτηκαν ξανά σε μια πολυήμερη αιματηρή σύγκρουση που έφερε λαμπρές νίκες για τους Έλληνες: κατέλαβαν τη στενωπό Κλεισούρας-Τεπελενίου στις 2 Μαρτίου και το χωριό Μετζικοράνη και την περιοχή του στις 7 Μαρτίου. Η πλέον αιματηρή ημέρα ήταν η 10η Μαρτίου 1941, όταν σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν 134 αξιωματικοί και οπλίτες και άλλοι 8 ήταν αγνοούμενοι κατά την επίθεση για την κατάληψη του υψοδείκτη 1.623. Μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτή η στιγμή ήταν η χειρότερη για τους άντρες του τάγματος από την έναρξη του πολέμου. Ωστόσο, από την επομένη και μέχρι τις 20 Μαρτίου, κατάφεραν να ανασυνταχτούν και να αντισταθούν στις συνεχείς αντεπιθέσεις των ιταλικών δυνάμεων.
Ύστερα από τη διακοπή των εχθροπραξιών για μερικές ημέρες, το τάγμα δέχτηκε ξανά ιταλικές επιθέσεις στις 6 Απριλίου και τις επόμενες ημέρες. Πρέπει να υπογραμμιστεί πως οι επιθέσεις σημειώνονταν ταυτόχρονα με τη γερμανική επίθεση στη γραμμή των Οχυρών στη βόρεια Ελλάδα. Στις 14 Απριλίου το τάγμα έχασε πέντε άνδρες οι οποίοι ήταν μάλλον και η τελευταία απώλεια για τη δύναμή του στο πεδίο της μάχης. Την ίδια ημέρα το τάγμα άρχισε ξανά πορείες ακολουθώντας το σύνταγμα ως οπισθοφυλακή. Η μετακίνηση οφείλονταν στην απόφαση της ηγεσίας να συμπτυχθούν οι ελληνικές δυνάμεις. Στο πολεμικό ημερολόγιο γίνεται για πρώτη φορά λόγος πως το ηθικό των ανδρών «δεν ευρίσκεται εις ευχάριστον σημείον». Η απόφαση της ηγεσίας για σύμπτυξη και υποχώρηση και οι πληροφορίες για την προέλαση των γερμανικών δυνάμεων στη Μακεδονία προκάλεσαν πικρία στους φιλότιμους στρατιώτες. Στις 25 Απριλίου ο αγώνας έλαβε και τυπικά τέλος με την απόθεση του οπλισμού των γενναίων. Τις επόμενες ημέρες, άλλοτε οργανωμένα και άλλοτε όχι, ξεκίνησε η επιστροφή των πολεμιστών στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Αυτούς τους πέντε μήνες, οι αξιωματικοί και οι οπλίτες του τρίτου τάγματος του 29ου συντάγματος πεζικού Κομοτηνής επέδειξαν γενναιότητα, πειθαρχία, φιλότιμο και συντροφικότητα.
Στις 6 Μαΐου 1941 το Σύνταγμα διαλύθηκε κατόπιν της διαταγής αρ. 113/4-5-1941. Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Βάρσος έλαβε φύλλο πορείας για την Αθήνα την παραπάνω ημερομηνία. Για την προσφορά του στην πατρίδα τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό Γ΄ τάξεως και τον Αργυρό Σταυρό Τάγματος Γεωργίου του Α΄ μετά ξιφών (1948). Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και έφτασε στο βαθμό του Επιθεωρητή. Πέθανε στα 69 του χρόνια το 1982.
Υ.Γ. Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Βασίλη Βάρσο, κάτοικο Αθηνών, για την παραχώρηση του πολεμικού ημερολογίου, εγγράφων και φωτογραφιών από το αρχείο του πατέρα του και ελπίζουμε πως η πράξη του θα βρει μιμητές στην Κομοτηνή.
* Ο Βασίλης Ριτζαλέος είναι εκπαιδευτικός-διδάκτορας ιστορίας και εργάζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Κομοτηνή.
Σύμφωνα με το πολεμικό ημερολόγιο, η συνολική δύναμη του τρίτου τάγματος του 29ου Συντάγματος Πεζικού ήταν 27 αξιωματικοί και 971 οπλίτες. Από την ονομαστική κατάταξη περίπου 100 αξιωματικών και οπλιτών (αφορά ένα από τα πέντε τμήματα του τάγματος), τα 2/3 των ανδρών κατάγονταν από την περιοχή της Ροδόπης και το 1/3 από άλλα μέρη της Ελλάδας (κυρίως από το Ρέθυμνο της Κρήτης). Στη δύναμη αυτή πολέμησαν Χριστιανοί (μεταξύ αυτών και Αρμένιοι), Μουσουλμάνοι και Εβραίοι έμποροι, εργάτες, γεωργοί και επαγγελματίες από την πόλη της Κομοτηνής και τα χωριά Αμβροσία, Αρίσβη, Ασκητές, Ασώματοι, Βυρσίνη, Θρυλόριο, Ίασμος, Καλλιθέα, Κίζαρι, Κρωβύλη, Λοφάριο, Μαρώνεια, Νέο Καβακλή, Νέα Καλλίστη, Παραδημή, Πόρπη, Προσκυνητές, Πρωτάτο, Σάπες, Σμιγάδα, Φανάρι και Χαμηλό.
Η αναχώρηση του τάγματος έγινε με ακμαίο ηθικό και καλό καιρό στις 6.30 το απόγευμα στις 18 Νοεμβρίου 1940. Πρώτος προορισμός το Αμύνταιο της Φλώρινας. Υπήρξε και ένα απρόοπτο στη διαδρομή καθώς το πρώτο τρένο συγκρούστηκε με άλλο χωρίς θύματα. Τέσσερις ημέρες αργότερα πατούσαν σε Αλβανικό έδαφος διανύοντας πορεία 21 χιλιομέτρων και κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες. Για δέκα περίπου ημέρες, μετακινούνταν συνεχώς σε διάφορα υψώματα κοντά στα αλβανογιουγκοσλαβικά σύνορα. Στις 3 Δεκεμβρίου οι άνδρες του δέχτηκαν την πρώτη επίθεση από το ιταλικό πυροβολικό. Ο Βάρσος γράφει στο ημερολόγιο της μονάδας: «Το Τάγμα μας λάμβανε το πρώτον βάπτισμα του πυρός. Επί ώραν εσυνεχίζετο η εχθρική βολή, χωρίς ουδεμίαν απώλειαν, ούτε τραυματισμόν. Ουδεμία μείωσις του ηθικού των ανδρών». Πρέπει να υπογραμμιστεί πως ο ελληνικός στρατός αγωνιζόταν εναντίον μιας αληθινής πολεμικής μηχανής, με ανώτερο στρατιωτικό εξοπλισμό, άφθονο πολεμικό υλικό, πιο οργανωμένες υγειονομικές υπηρεσίες, καλύτερη σίτιση και υποστήριξη από πολεμική αεροπορία.
Τις επόμενες ημέρες, άλλοτε με βροχή και άλλοτε με πυκνή χιονόπτωση, το τρίτο τάγμα του 29ου Συντάγματος Πεζικού έλαβε μέρος στις επιθέσεις του ελληνικού στρατού για την κατάληψη των υψωμάτων Φίλιππος και Μακεδονία (Πόγραδετς) και του τραπεζοειδούς (Καλυβάτσι-Πόγραδετς) από τις 5 μέχρι και 9 Δεκεμβρίου 1940. Την πρώτη ημέρα των μαχών, το τάγμα είχε τους πρώτους πέντε νεκρούς στο 10ο λόχο: τον λοχία Στ. Κωνσταντίνου και τον στρατιώτη Γιουσούφ Ογλού Οσμάν από την Κομοτηνή, τον στρ. Ευάγγελο Ματσούδη από τον Ίασμο, τον στρ. Κλ. Μανούσο από τα Ανώγεια Ρεθύμνου και τον στρ. Χρ. Νετσκέμη από το χωριό Πεντάλοφος Σουφλίου. Άλλοι 2 δηλώθηκαν ως εξαφανισθέντες και 29 άνδρες τραυματίστηκαν. Οι απώλειες συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες χωρίς να κάμψουν το ηθικό των στρατιωτών.
Ενώ οι συγκρούσεις μεταξύ των Ιταλών και των Ελλήνων συνεχίζονταν με σφοδρότητα στην περιοχή για ημέρες, οι άνδρες του τρίτου τάγματος έλαβαν θέσεις προφυλακής μάχης. Από τις 13 Δεκεμβρίου εμφανίστηκαν τα πρώτα κρούσματα «παγοπληξίας» τα οποία αυξήθηκαν τις επόμενες ημέρες εξαιτίας των καιρικών συνθηκών. Είχε φτάσει η ώρα της ανασύνταξης και της ξεκούρασης για τους γενναίους. Στις 19 Δεκεμβρίου, ύστερα από δύο εβδομάδες φονικών συγκρούσεων, οι άνδρες από την Κομοτηνή αναχωρούσαν για την «Πόσνιτσα». Το επόμενο χρονικό διάστημα (περίπου επτά εβδομάδες), το τάγμα οργάνωσε κέντρο αντιστάσεως και δόθηκε ευκαιρία για την εκπαίδευση κυρίως των νεοαφιχθέντων οπλιτών οι οποίοι δεν είχαν την εμπειρία των σκληρών μαχών.
Αυτό το διάστημα ο Βάρσος αλληλογραφούσε με την οικογένεια και τους φίλους του. Διασώθηκαν μόνο κάποιες επιστολές φίλων και συγγενών του, ενώ τα δικά του γράμματα προς τους γονείς του δεν βρέθηκαν στο Αρχείο του. Στις επιστολές των φίλων του κυριαρχεί ο πατριωτισμός, η συγκίνηση και η αγωνία για τη ζωή του, ενώ δεν λείπει και το χιούμορ. Ο Μάριος υπηρετούσε ως οδηγός αυτοκινήτου σε μονάδα εντός του Αλβανικού εδάφους και γράφει στον Βάρσο την προπαραμονή των Χριστουγέννων του 1940: «Αγαπητέ μου Γιάννη, Περνώ καλούτσικα. Κρύο εδώ μπόλικο. Χιόνι άφθονο. Μας επετέθη ένα αεροπλάνο. Κατέβηκε στα 40-50 μέτρα και μας πολυβόλησε. Δεν μας έκανε απολύτως τίποτα. Εγώ πάτησα τη μηχανή και τράβαγα ολοταχώς. Μόνο από την ταχύτητα και τη σχετική ταραχή μου έπεσα σ’ ένα λάκ[κ]ο και έσπασα το σιλανσιέ. Ψιλοπράματα…Τώρα κάνει σαν βομβαρδιστικό αεροπλάνο! Φαντάζομαι να μου φυλάξης κανένα λάφυρο για ανάμνηση. Εγώ σου φύλαξα μια αμυντική χειροβομβίδα για ταμπακιέρα!».
Από τις 11 Φεβρουαρίου 1941 και μέχρι το τέλος του μήνα, το τάγμα άλλαζε συνεχώς θέσεις με νυχτερινή πορεία αρκετών χιλιομέτρων και νοτιοδυτική κατεύθυνση, συχνά κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες και σε δύσβατο έδαφος. Στις 28 του μήνα, οι άνδρες του δέχτηκαν τα πρώτα αραιά πυρά του ιταλικού πυροβολικού. Τις επόμενες ημέρες, και σε υψόμετρο άνω των 1.000 μέτρων, αυτά τα νέα παιδιά από την πεδιάδα και τα ορεινά χωριά της Ροδόπης, τα Ανώγεια της Κρήτης και άλλες περιοχές ρίχτηκαν ξανά σε μια πολυήμερη αιματηρή σύγκρουση που έφερε λαμπρές νίκες για τους Έλληνες: κατέλαβαν τη στενωπό Κλεισούρας-Τεπελενίου στις 2 Μαρτίου και το χωριό Μετζικοράνη και την περιοχή του στις 7 Μαρτίου. Η πλέον αιματηρή ημέρα ήταν η 10η Μαρτίου 1941, όταν σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν 134 αξιωματικοί και οπλίτες και άλλοι 8 ήταν αγνοούμενοι κατά την επίθεση για την κατάληψη του υψοδείκτη 1.623. Μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτή η στιγμή ήταν η χειρότερη για τους άντρες του τάγματος από την έναρξη του πολέμου. Ωστόσο, από την επομένη και μέχρι τις 20 Μαρτίου, κατάφεραν να ανασυνταχτούν και να αντισταθούν στις συνεχείς αντεπιθέσεις των ιταλικών δυνάμεων.
Ύστερα από τη διακοπή των εχθροπραξιών για μερικές ημέρες, το τάγμα δέχτηκε ξανά ιταλικές επιθέσεις στις 6 Απριλίου και τις επόμενες ημέρες. Πρέπει να υπογραμμιστεί πως οι επιθέσεις σημειώνονταν ταυτόχρονα με τη γερμανική επίθεση στη γραμμή των Οχυρών στη βόρεια Ελλάδα. Στις 14 Απριλίου το τάγμα έχασε πέντε άνδρες οι οποίοι ήταν μάλλον και η τελευταία απώλεια για τη δύναμή του στο πεδίο της μάχης. Την ίδια ημέρα το τάγμα άρχισε ξανά πορείες ακολουθώντας το σύνταγμα ως οπισθοφυλακή. Η μετακίνηση οφείλονταν στην απόφαση της ηγεσίας να συμπτυχθούν οι ελληνικές δυνάμεις. Στο πολεμικό ημερολόγιο γίνεται για πρώτη φορά λόγος πως το ηθικό των ανδρών «δεν ευρίσκεται εις ευχάριστον σημείον». Η απόφαση της ηγεσίας για σύμπτυξη και υποχώρηση και οι πληροφορίες για την προέλαση των γερμανικών δυνάμεων στη Μακεδονία προκάλεσαν πικρία στους φιλότιμους στρατιώτες. Στις 25 Απριλίου ο αγώνας έλαβε και τυπικά τέλος με την απόθεση του οπλισμού των γενναίων. Τις επόμενες ημέρες, άλλοτε οργανωμένα και άλλοτε όχι, ξεκίνησε η επιστροφή των πολεμιστών στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Αυτούς τους πέντε μήνες, οι αξιωματικοί και οι οπλίτες του τρίτου τάγματος του 29ου συντάγματος πεζικού Κομοτηνής επέδειξαν γενναιότητα, πειθαρχία, φιλότιμο και συντροφικότητα.
Στις 6 Μαΐου 1941 το Σύνταγμα διαλύθηκε κατόπιν της διαταγής αρ. 113/4-5-1941. Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Βάρσος έλαβε φύλλο πορείας για την Αθήνα την παραπάνω ημερομηνία. Για την προσφορά του στην πατρίδα τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό Γ΄ τάξεως και τον Αργυρό Σταυρό Τάγματος Γεωργίου του Α΄ μετά ξιφών (1948). Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και έφτασε στο βαθμό του Επιθεωρητή. Πέθανε στα 69 του χρόνια το 1982.
Υ.Γ. Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Βασίλη Βάρσο, κάτοικο Αθηνών, για την παραχώρηση του πολεμικού ημερολογίου, εγγράφων και φωτογραφιών από το αρχείο του πατέρα του και ελπίζουμε πως η πράξη του θα βρει μιμητές στην Κομοτηνή.
* Ο Βασίλης Ριτζαλέος είναι εκπαιδευτικός-διδάκτορας ιστορίας και εργάζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Κομοτηνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου