Οι αρθρογράφοι προτείνουν μία κατά την άποψή τους απλή ιδέα, προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα του ελληνικού χρέους. Υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να προχωρήσει σε μαζική αγορά ελληνικών ομολόγων και να παραιτηθεί από ένα μέρος των αξιώσεών της έναντι της Ελλάδας.
Σ’ αυτή τη λύση καταλήγουν οι αρθρογράφοι, καθώς θεωρούν δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν μπορεί από μόνη της να αντιμετωπίσει τα προβλήματα χρέους της. Επιπλέον, έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια περικοπών και εξοικονόμησης πόρων, ενώ ήδη η κρίση έχει αρχίσει να μεταδίδεται και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, όπως στην Πορτογαλία. Η μόνη λύση, η οποία φαίνεται τεχνική, αλλά μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά, είναι η αγορά των ελληνικών ομολόγων στην τρέχουσα αξία τους. Επειδή η τρέχουσα αξία είναι μικρότερη από την ονομαστική αξία, μειώνεται αυτόματα η δανειακή επιβάρυνση της χώρας, υπό την προϋπόθεση ότι ο νέος κάτοχος θα παραιτηθεί από μέρος του ποσού που θα πρέπει να του αποπληρωθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα συμμετάσχουν και οι ιδιώτες πιστωτές στην βοήθεια προς την Ελλάδα, καθώς, ήδη με την πώληση των ομολόγων στην τρέχουσα αξία τους, χάνουν την διαφορά σε σχέση με την ονομαστική αξία των ομολόγων.
Από την άλλη πλευρά, η ΕΚΤ ή το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας ή και τα κράτη της Ευρωζώνης θα συμμετείχαν στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους χωρίς κόστος για τον φορολογούμενο, αποδεχόμενοι να εισπράξουν το ποσό το οποίο πλήρωσαν για να αποκτήσουν τα ομόλογα, και όχι το ποσόν που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία του ομολόγου. Η διαδικασία τεχνικά θα μπορούσε να γίνει είτε με ανταλλαγή ομολόγων είτε με επίσημη παραίτηση από μέρος της αξίωσης. Η ίδια πρακτική θα μπορούσε να ακολουθηθεί και για τα 91 δις Ευρώ που η ΕΚΤ κρατά ως εγγύηση για να χορηγεί δάνεια για τις ελληνικές τράπεζες.
Οι αρθρογράφοι προχωρούν ένα βήμα περισσότερο και τονίζουν ότι, πέραν της διαφοράς ανάμεσα στην ονομαστική και την πραγματική αξία, όφελος για τη Ελλάδα θα μπορούσε να προκύψει και από την περαιτέρω παραίτηση της ΕΚΤ από μέρος των αξιώσεων έναντι της Ελλάδας. Ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση προκύπτει επιβάρυνση για τους φορολογουμένους των κρατών της Ευρωζώνης. Ακόμα και έτσι όμως, η επιβάρυνση αυτή μπορεί να υπολογιστεί και να αντιμετωπιστεί λογιστικά.
Το πρόβλημα που ανακύπτει για την εφαρμογή αυτής της λύσης έγκειται στο κατά πόσον η ΕΚΤ, ακόμα και αν αποφάσιζε να ακολουθήσει μία τέτοια τακτική, θα έβρισκε αρκετούς κατόχους ελληνικών ομολόγων διατεθειμένους να πουλήσουν στην τρέχουσα αξία της αγοράς. Άλλωστε, οι περισσότεροι δανειστές της Ελλάδας είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία θα έπρεπε σε αυτήν την περίπτωση να εγγράψουν ζημιές στους ισολογισμούς τους. Οι αρθρογράφοι απορρίπτουν την περίπτωση αυτή, καθώς η προσδοκία ανόδου της αξίας των ελληνικών ομολόγων θα σήμαινε πρακτικά επίλυση του προβλήματος χρηματοδότησης της Ελλάδας μέσω των διεθνών αγορών. Πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμο φαίνεται το επιχείρημα ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα προκαλούνταν πληθωριστικές πιέσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία, όμως με τις κατάλληλες ενέργειες και αυτό το ζήτημα μπορεί να αντιμετωπιστεί από την ΕΚΤ.
Οι αρθρογράφοι τονίζουν, πάντως, ότι η λύση αυτή, για να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα, θα χρειαστεί να συνδεθεί με αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις. Πρακτικά αυτό σημαίνει αυστηροποίηση των όρων της Συνθήκης του Μάαστριχτ με την πρόβλεψη αυτόματων κυρώσεων για δημοσιονομικούς παραβάτες και την συνταγματική πρόβλεψη ανώτατου ορίου χρέους.
Και η Ελλάδα θα πρέπει να συμμετάσχει με το μερίδιο που της αναλογεί στην προσπάθεια μείωσης του χρέους. Λόγος γίνεται κυρίως για τις ιδιωτικοποιήσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αρθρογράφοι δεν λαμβάνουν στους υπολογισμούς τους ως δεδομένο ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να αντλήσει 50 δις Ευρώ, αλλά κάνουν λόγο για 30 δις Ευρώ.
Ακόμα και έτσι, με πρόχειρους υπολογισμούς η Ελλάδα θα μπορούσε συνολικά να μειώσει περί τα 80 δις Ευρώ το δημόσιο χρέος της και να περιορίσει την ετήσια επιβάρυνση σε τόκους κατά 3,6 δις Ευρώ.
tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου