ΑΠΟΦΘΕΓΜΑ

Φοβάμαι μήπως χαθεί η ιδεολογία στη γη και γίνουμε ανθρωπάκια που θα θέλουμε να καλοπεράσουμε, που θα θέλουμε να κάνουμε καταναλωτική ζωή.

Κι εμείς οι Έλληνες ακόμα, να χάσουμε αυτό που λέγεται αξιοπρέπεια, αυτό που λέγεται αγωνιστικότητα. Ναι, αυτό φοβάμαι περισσότερο από όλα…”

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ…

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ανατρέχει στο παρελθόν του, καταγγέλλει τα κακώς κείμενα της Ελλάδα

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΪΠΙΔΗΣ

«Τι αναίδεια αυτός ο Ελληνας...»

Ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ανατρέχει στο παρελθόν του, καταγγέλλει τα κακώς κείμενα της Ελλάδας της κρίσης και μιλάει για την 52η επέτειο του θεσμού
Δεν σας το κρύβω ότι ανυπομονώ. Να σβήσουν τα φώτα και να αρχίσουν οι ταινίες. Να βγαίνεις το βράδυ από την αίθουσα, να σε χτυπάει ο Βαρδάρης – και ψιλόβροχο να είναι, δεν με πειράζει – να συναντάς φίλους να μιλάς για πλάνα, φωτισμούς και ερμηνείες. Στην προβλήτα θα έχει σαλέπι, αγόρια Φελίνι και κορίτσια Ανιές Βαρντά να δοκιμάζουν κάμερες και πόζες. Τα πρωινά στην παραλία θα μαθαίνεις για τα χάλια της επικαιρότητας, αλλά θα κάνεις πως δεν σε νοιάζει. Σαν η σημαντική ζωή να εξελίσσεται το βράδυ στο Ολύμπιον. Είναι ωραία η Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο και σήμερα θέλω να τη φέρω πιο κοντά. Να πάρουμε μια γεύση, τέλος πάντων, για όλα αυτά που θα συμβούν στο 52ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Την πρώτη φορά που άκουσα το όνομα του Δημήτρη Εϊπίδη, μου είχαν προσθέσει: «Ενας τρελός που θέλει να κάνει στη Θεσσαλονίκη ένα Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ». 1998, 1999; Ούτε που θυμάμαι. Από τότε άκουγα συχνά για τα επιτεύγματά του. Πριν από δύο χρόνια του έδωσαν και το κακοποιημένο Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Το πρώτο τηλεφώνημά μου τον πέτυχε στο Μόντρεαλ. Δώσαμε αμέσως ραντεβού για την ημέρα που θα επέστρεφε στην Ελλάδα. Η Ακαδημίας είχε μόνο σκουπίδια και θυμωμένους οδηγούς. Στην πόρτα υπήρχε σύσταση να κλειδώνουν τα βράδια γιατί «μπήκαν ληστές στην πολυκατοικία». Σηκώθηκε και άνοιξε τα χέρια του διάπλατα για να με χαιρετήσει.

Κοιτούσα ξανά το βιογραφικό σας. Σαν Φρανσίσκο, Λονδίνο, Μόντρεαλ…
Ναι, αλλά δεν ήταν πάντα κατ' επιλογή. Στο Σαν Φρανσίσκο έζησα ταλαιπωρημένος και φτωχός και οι σπουδές μου διήρκεσαν τον διπλό χρόνο γιατί έπρεπε να δουλεύω.
Πώς βρεθήκατε στο Σαν Φρανσίσκο;
Με το «Βασίλισσα Φρειδερίκη». Ενα μήνα ταξίδι. Η συνηθισμένη ιστορία, ο πατέρας μου είχε μια ξαδέλφη εκεί… Και βρέθηκα στην άλλη άκρη του κόσμου, σε κάποιους ανθρώπους μου που δεν ήξερα και που επιπλέον συμμετείχαν σε μια θρησκευτική αίρεση.
Σενάριο ταινίας.
Ναι, οι φίλοι μου λένε, «γράψε ένα βιβλίο, ρε παιδί μου». Λέω, «και ποιος θέλει να διαβάσει τόσο δυσάρεστα πράγματα;».
Οταν λέτε αίρεση;
Η μουσική ήταν απαγορευμένη στο σπίτι τους. Εγώ κάπνιζα και γι' αυτούς ήταν φοβερή αμαρτία. Επρεπε να αποστηθίσω την Καινή Διαθήκη, να μυηθώ στην αλήθεια τους και να γυρίσω στην Ελλάδα να τη διαδώσω. Ημουν έτοιμος να πηδήξω από το παράθυρο, αλλά βρήκα το θάρρος και τους είπα, «δεν μπορώ άλλο».
Και σας πέταξαν έξω;
Περίπου. Με κατέβασαν να κοιμάμαι στο γκαράζ, δίπλα στο αυτοκίνητό τους. Ε, έφυγα. Ημουν 18 χρόνων, δεν ήξερα τη γλώσσα, δεν είχα λεφτά, Οδύσσεια. Πήγα σε ένα ελληνικό εστιατόριο. Ηταν θυμάμαι 2 δολάρια την ώρα, κάτι τέτοιο, εμένα μου έδιναν το 1/3 γιατί δεν είχα άδεια. Εχω πλύνει όλα τα πιάτα και τα ποτήρια του Σαν Φρανσίσκο τουλάχιστον δύο φορές. Σπάζανε, κοβόμουν... Εχω ακόμη τα σημάδια στα χέρια μου. Ημουνα στη λίγδα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ετσι, οι σπουδές μου αντί για 3 χρόνια διήρκεσαν πολλά περισσότερα.
Τι σπουδές;
Αγγλική Φιλολογία και Θέατρο. Ηθελα να σκηνοθετήσω, αυτό ήταν η μανία μου. Είχα διαβάσει όλα τα έργα του Σαίξπηρ. Και κάθε Τετάρτη βράδυ άκουγα στο ραδιόφωνο το θέατρο, με την Παξινού, τη Μελίνα… Δεν είχαμε βέβαια τηλεόραση.
Για κάντε μου τον χάρτη της περιπλάνησής σας.
Σαν Φρανσίσκο, μετά Νέα Υόρκη. Εκεί γνωρίστηκα με τον νέο αμερικανικό κινηματογράφο, αυτό που λέμε underground. Τζακ Σμιθ, Γιόνας Μέκας, Σταν Μπράκετζ, κορυφαίοι τότε. Νομίζαμε ότι θα βγούμε στον δρόμο με μια κάμερα στο χέρι και θα αλλάζαμε τον κόσμο.
Ονειρευόσασταν τον εαυτό σας σκηνοθέτη;
Ναι, ναι. Αυτή ήταν η ιδέα, πάρε μια 16άρα bolex, φτύσε στον φακό και πάτα το κουμπί. Κι έλεγες θα το δει ο θεατής και θα απομακρυνθεί από την ψεύτικη εικόνα του Χόλιγουντ. Μετά πήγα στο Λονδίνο, στη Σχολή Κινηματογράφου. Ηθελα να γυρίσω στην Ελλάδα και να σκηνοθετήσω. Με ειδοποίησαν όμως ότι το διαβατήριό μου δεν θα ανανεωθεί, δεν είχα πάει στρατιώτης. Τρομοκρατήθηκα, μιλάμε για το '67 τώρα… Φοβήθηκα ότι θα με στείλουν πίσω σιδηροδέσμιο και φεύγω για τον Καναδά. Και ξεκίνησα μια λέσχη κινηματογράφου που έπαιζε μόνο underground ταινίες. Το επόμενο βήμα ήταν να κάνω ένα διεθνές φεστιβάλ. Πράγμα που ήταν τρομερά φιλόδοξο γιατί οι Γαλλοκαναδοί ήθελαν τους Ελληνες να δουλεύουν μόνο σε εστιατόρια. Ζήτησα μια μικρή επιχορήγηση και φυσικά μου την αρνήθηκαν. Το ξεκίνησα όμως. Εχω περάσει νύχτες ολόκληρες να κολλάω γραμματόσημα, ανακυκλώναμε μέχρι και τους συνδετήρες, τέτοια φτώχεια.
Τα καταφέρατε όμως και το καθιερώσατε.
Ναι, φέτος είναι η 40ή επέτειός του. Είχαμε γιορτές. Χαίρομαι πάρα πολύ που έπιασαν τόπο οι αγώνες μου. Υστερα από χρόνια γνώρισα έναν Γαλλοκαναδό, που ήταν στην επιτροπή τότε που είχα ζητήσει επιχορήγηση.
Τότε που σας έκοψαν;
Ναι. Και μου λέει, «ξέρεις τι είπαν; "Τι αναίδεια αυτός ο Ελληνας..."». Και μου φάνηκε τόσο αστείο, πράγματι ήταν αναίδεια. Δεν υπάρχει ρατσισμός στον Καναδά, αλλά… υπάρχει. Είσαι πάντα ο μετανάστης. Σου λέει, «τώρα αυτός γιατί δεν πάει στα εργοστάσια μαζί με τους άλλους;».
Και αφού καταξιώνεστε στον Καναδά γιατί επιστρέφετε στην Ελλάδα;
Είχα γονείς εδώ. Είχαν γεράσει, αισθανόμουν ενοχές. Δεν τους είχα δει για 24 χρόνια, ούτε φωτογραφία, τίποτα. Και όταν βγήκε ένας νόμος ότι μπορούσα να εξαγοράσω το στρατιωτικό, πήγε η μάνα μου σαν τρελή και πλήρωσε, «για να έρθει το παιδί». Γύρισα, σοκ φοβερό. Ηρθα για 10 μέρες και σε 3 μέρες έφυγα, δεν μπορούσα. Σιγά σιγά όμως επέστρεψα.
Πόσο θα στοιχίσει το φεστιβάλ φέτος;
Θα στοιχίσει το λιγότερο δυνατό. Το 50ό είχε έναν προϋπολογισμό 11 εκατ. Τώρα υπολογίστε το 1/5. Και άφησαν και 6,5 εκατ. χρέη.
Εντεκα εκατ. συν 6 χρέη; Πού πήγαν τόσα λεφτά;
Ναι, 17 εκατομμύρια. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες.
Είχατε αναφέρει κάποια στιγμή ότι βρήκατε τιμολόγια κομμωτηρίου 25.000 ευρώ.
Εδώ τα έχω, δείτε τα. 23.000 ευρώ σε ένα κομμωτήριο στη Θεσσαλονίκη. Η κυρία Μουζάκη, η προηγούμενη διευθύντρια του Φεστιβάλ, πήγαινε και έκανε μπούκλες τρεις φορές την ημέρα. Μαζί με τις φίλες της προφανώς. Το ίδιο διάστημα ήταν απλήρωτοι ακόμη και οι «δεκαήμεροι», οι φοιτητές που δουλεύουν μόνο τις 10 μέρες του Φεστιβάλ.
Λεφτά υπήρχαν μόνο για λούσα.
Εχω δει αεροπορικά εισιτήρια, 4.900 ευρώ. Τι στο διάολο λέω, αγόρασαν αεροπλάνο; Εγώ ψάχνω για φθηνά εισιτήρια στο Internet και αυτοί ταξίδευαν business και σε ξενοδοχεία 5 αστέρων. Η κυρία Μουζάκη πήγαινε στις Κάννες και στο Βερολίνο με συνοδεία 18-19 ατόμων. Ο Ολιβερ Στόουν στοίχισε γύρω στις 45.000 ευρώ. Φθηνός. Εφερε τον Κιτάνο από το Τόκιο με συνοδεία 8 ατόμων. Στοίχισε 120.000, κάτι τέτοιο. Και τι έκανε; Ανέβηκε επί σκηνής, είπε «Ηi!» και έφυγε.
Η Πολιτεία όμως πώς τα επέτρεπε όλα αυτά;
Θα έπρεπε να είχαν ασχοληθεί οι εισαγγελείς. Τώρα με πιέζουν για απολύσεις. Να απολύσω ανθρώπους με μωρά παιδιά, με άνεργους συζύγους; Να πάνε πού; Κόψαμε λοιπόν τα πάντα. Αγοράζαμε νερό, «πόσο κάνει; Σταματήστε το!». Παίρναμε κουλούρια. «Πόσο;», «2.500 τον χρόνο». «Σταματήστε τα». Τώρα έχουμε τσάι, καφέ και νερό της βρύσης. Μέχρι συσσίτιο σκέφτομαι να ξεκινήσω εδώ μέσα για οικονομία.
Και πόσο μαζεύτηκε ο προϋπολογισμός;
Από τα 6,5 εκατ. που είχαμε χρέος, τα 5 φύγανε. Ο Γερουλάνος έδωσε στην αρχή 1 εκατ. Μου λέει, «αυτά έχω, παρ' τα». Κάποια στιγμή σκέφτηκα να το ματαιώσω, αλλά λέω τελείωσε, το σκότωσες το Φεστιβάλ. Πήραμε και δύο χορηγίες από το ΕΣΠΑ, τη μία για το ντοκιμαντέρ. Σωτήριο. Γιατί δεν μπορείς να σκοτώνεις τα πάντα. Και τι θα μείνει στην Ελλάδα; Τίποτα;
Πόσος κόσμος θα έρθει στο φεστιβάλ φέτος;
50.000 ήταν πέρυσι. Και στο ντοκιμαντέρ, άλλοι τόσοι. Οι Θεσσαλονικείς είναι οι καλύτεροι θεατές της Ελλάδας.
Ξένοι θα έρθουν ή όλοι θέλουν πρώτη θέση;
Πρώτη θέση θα έρθει μόνο η Σάρα Ντράιβερ, η γυναίκα του Τζιμ Τζάρμους. Δεν θα ερχόταν αλλιώς. Εξασφαλίσαμε 8.000 ευρώ από την αμερικανική πρεσβεία, αλλά της βγάζουμε ένα βιβλίο. Η παραμονή της, το ένα, το άλλο, πάλι δεν έφταναν. Και βάζω τη βοηθό μου, λέω, «γράψε της, μήπως έχει μίλια στην κάρτα της». Και όντως είχε μίλια και το εισιτήριο μας βγήκε 700 ευρώ.
Ποιοι άλλοι θα έρθουν;
Ερχονται ο Ούλριχ Ζάιντλ από τη Βιέννη, ο Ολε Κρίστιαν Μάντσεν από τη Δανία. Κάνουμε επίσης αφιέρωμα στον δικό μας, τον Γιάνναρη... Κάνουμε μια έκθεση φωτογραφίας με τον Στάβερη, θα έχουμε συναυλία, θα έχουμε δυο - τρία πάρτι, τι άλλο θέλει κανείς; Είναι καλό φεστιβάλ. Και είναι ανεξάρτητος κινηματογράφος. Εγώ δεν έχω δείξει χολιγουντιανή ταινία ποτέ μου, 40 χρόνια τώρα.
Τους νέους έλληνες κινηματογραφιστές πώς τους βλέπετε;
Μιλάω συνεχώς με τον Λάνθιμο, την Τσαγκάρη, ένα σωρό παιδιά που βγαίνουν τώρα στην επιφάνεια. Ο Τσίτος πήρε βραβείο στο Σαν Σεμπάστιαν, ο Καραμαγγιώλης πάει στο Τόκιο. Αυτοί είναι το μέλλον. Αν και ο Λάνθιμος μου έλεγε ότι ήθελε να ξεκινήσει γυρίσματα και δεν μπορούσε να βρει 50.000. Το βραβείο που πήρε για τον «Κυνόδοντα» ισοδυναμεί με 5 εκατ. δολάρια στην αγορά και δεν βρίσκει μερικές χιλιάδες ευρώ. Οι Εγγλέζοι βέβαια του λένε, «έλα γύρισέ την εδώ». Το ίδιο και οι Γάλλοι. Αυτός όμως επιμένει να τη γυρίσει στην Ελλάδα.
Τώρα με την κρίση δεν σας πέρασε από το μυαλό να φύγετε ξανά από τη χώρα;
Τώρα; Τώρα είναι αργά πια. Αλλωστε, αυτό με ερεθίζει λίγο, θέλω να το πολεμήσω. Και ο ιταλικός ρεαλισμός ξεκίνησε όταν ο κόσμος έτρωγε στα συσσίτια και κοιμόταν στους δρόμους. Και έβγαλαν αριστουργήματα. Θέλω λοιπόν να ανατρέψω αυτό που γίνεται. Προσπαθώ να εμψυχώσω και τα παιδιά εδώ. Προχθές τους είπα, «παιδιά, δεν υπάρχουν λεφτά για αεροπορικά εισιτήρια. Θα πάρετε 80 ευρώ και θα πάτε με το τρένο στη Θεσσαλονίκη. Και θα κοιμάστε δύο - δύο». Πάνε τα παλιά. Φρόντισα να έχουμε χορηγία με σάντουιτς κάθε μεσημέρι, τουλάχιστον δεν θα πεινάνε και, εντάξει, θα βολευτούμε. Αρκεί να ζήσει το Φεστιβάλ.
Αυτή είναι η συνταγή λέτε. Να κάνουμε ο καθένας τη δουλειά του καλύτερα;
Υπάρχει η θετική αντίδραση, να διορθώσεις τα κακώς κείμενα. Και υπάρχει και η αρνητική αντίδραση, να βγεις να σπάσεις την πλατεία, να βάλεις φωτιά, να μουτζουρώσεις τα λεωφορεία. Να τα κάνεις, δηλαδή, όλα χειρότερα από ό,τι ήδη είναι. Εγώ πονάω με τα σκουπίδια στους δρόμους. Πονάω που κατέστρεψαν ξανά την Πλατεία Συντάγματος. Δεν υπάρχει αγάπη γι' αυτή την πόλη. Και με ενοχλεί που συμμετείχαν και νέοι άνθρωποι στο όνομα του αναρχισμού.
Μάλλον στο όνομα του χουλιγκανισμού.
Εχετε δίκιο. Δεν είναι αυτό αναρχισμός.
«Δημιουργήστε ή ψοφήστε», έλεγαν στον Γαλλικό Μάη.
Ωραία λέξη. Αλλά σήμερα υπάρχει ασυδοσία, «ό,τι αρπάξω, τα υπόλοιπα να τα καταστρέψω»… Βλέπουν και τις βίλες και τις πισίνες που έχει γεμίσει η Αθήνα και λένε, «γιατί όχι κι εγώ;». Η τιμωρία όλων αυτών που έχουν πλουτίσει παρανόμως θα ήταν ένα μήνυμα, τουλάχιστον για τους νέους. Αλλά μην τα γράψετε τώρα όλα αυτά, γιατί θα φανώ σαν ένας θυμωμένος γέρο επαναστάτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: