Ένα ακόμα εξαιρετικό κείμενο, το οποίο «αλίευσα» από το διαδίκτυο και αφορά την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, θεώρησα σκόπιμο να μοιραστώ μαζί σας. Είναι της Μπέττυς Σεμακούλα και δημοσιεύεται στο unitedreporters.gr…
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Στην ξακουστή Καλαμαριά. Τα χρόνια εκείνα, οι “μικτοί” γάμοι ήταν ελάχιστοι, αποτελούσαν “είδηση”. Στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’70, τα μιγαδάκια, αποτέλεσμα των γάμων αυτών, ακόμη πιο λίγα.
Τα παιδιά της Γερασιμίδου σε μια άκρη της πόλης, η Μαργαρίτα και ο Τάσος πιο πέρα, εγώ, ο Νίκος και ο Σπύρος στην Καλαμαριά. Μια χούφτα όλοι κι όλοι.
Γράφτηκα στο σχολείο. Οι πρώτες συλλαβές, οι πρώτες λέξεις, τα πρώτα νοήματα, όλα στα ελληνικά. Όλα ελληνικά. Άλλωστε ήμουν Ελληνίδα. Όλα τα άλλα, φυσικό επακόλουθο.
Ποτέ δεν ένιωσα διαφορετική. Πού και πού ακουγόταν γύρω τριγύρω κανένα “μαύρη, μαύρος, αράπης, αραπίνα”. Μέχρι εκεί. Η πρώτη φορά που ένιωσα ξένη ήταν χρόνια μετά, όταν μια κολλητή φίλη, μιλώντας για κάποιον δικό μου έρωτα, μου είπε “τους δικούς του τους σκέφτηκες; Μπορεί να μη σε θέλουν λόγω χρώματος”.
Τότε για πρώτη φορά με χτύπησε ανελέητα η σκέψη. Πόσο ρομαντική κι αφελής ήμουν, που πίστευα ότι ήμουν ίδια με όλους; Να που κάποιοι, και μάλιστα κοντινοί μου άνθρωποι, με έβλεπαν αλλιώς.
Το όνειρο τέλειωσε
Πάλι όμως δεν το βάφτισα αυτό ρατσισμό. Ο χρόνος πέρασε, έκανε τη δουλειά του, φιλίες ήρθαν και παρήλθαν, έρωτες το ίδιο, δουλειές το ίδιο. Ενόχληση καμία. Μέχρι που το όνειρο τέλειωσε. Ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ ότι, διανύοντας την τρίτη πια δεκαετία της ζωής μου, θα ερχόμουν αντιμέτωπη με τόσα συναισθήματα και σκέψεις, ξένα μέχρι τώρα. Φόβος, αγωνία, απειλή.
“Να έχεις μαζί σου ταυτότητα”, λέει με αγωνία η λευκή μάνα μου. Δυσκολεύεται να συγκρατήσει τα δάκρυά της και αναρωτιέμαι τι κρύβεται πίσω από τις γεμάτες αγωνία εκφράσεις και φράσεις. Τι να νιώθει; Ευθύνη; Ενοχές; Κι αν ναι, γιατί; Για μια χούφτα χρυσαυγίτες; Για την απανθρωπιά που κερδίζει έδαφος; Ή για τον καλά κρυμμένο ρατσισμό κάποιων που τελικά δεν άντεξαν να μην τον εκφράσουν;
“Μην κυκλοφορείς με το ποδήλατο βράδυ. Φοβάμαι...”. Όχι μάνα, μην φοβάσαι. Δε θα δειλιάσω ούτε θα ντραπώ γι’ αυτό που είμαι. Πάντα πίστευα πως πατρίδα μου ήταν όλη η Γη. ΕΠΕΛΕΞΑ ωστόσο να παραμείνω εδώ.
Όσοι με γνωρίζουν και γνωρίζουν τις ασχολίες και τη δράση μου, ξέρουν πόσο πολύ έχω ταξιδέψει με στόχο να βοηθήσω τον “πλησίον”. Κανείς, ποτέ σε καμία χώρα δεν με αντιμετώπισε ως “ξένη”. Σε καμία χώρα παρά μόνο στη σημερινή Ελλάδα, στην πατρίδα μου.
Δεν ξέρω τι άλλαξε. Δεν ξέρω πώς και γιατί αλλάξαμε. Πληθαίνουν τα κρούσματα βίας, οι επιθέσεις σε βάρος μεταναστών. Μας ενοχλεί το διαφορετικό, το άλλο, το ξένο.
Κάποτε περπατούσα σίγουρη στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Ήμουν μια μιγάδα, πλην Ελληνίδα. Τώρα είμαι απλώς μία από εκείνους τους ενοχλητικούς μετανάστες. Κάποτε, μπορεί να άνοιγαν καμιά φορά κάποια παράθυρα αυτοκινήτων και αρκετοί να με πείραζαν λέγοντας “hey chocolate baby”. Τώρα οι φωνές άλλαξαν: “Να φύγετε, να πάτε αλλού…”.
Θα φύγω όταν φύγουν και οι υπόλοιποι Έλληνες. Ελπίζω να αντέξω...
Τις σκέψεις αυτές τις έγραψα μέρες πριν για μένα. Με αφορμή όμως το κείμενο της φίλης Στέλλας Καραγιαννίδου τις εκθέτω. Φίλη Στέλλα, εύχομαι το γλυκό σου παραμύθι να παραμείνει τέτοιο και να μη γίνει η αυριανή δική μου σκληρή πραγματικότητα».
ΥΓ: Μια σημείωση απλά, ως προσωπικό μου επίλογο στο κείμενο της Μπέττυς, που νιώθω να τη «γνωρίζω» χωρίς να την ξέρω…
Μετά από όλα τα παραπάνω, θεωρώ ότι όποιος συνεχίζει να έχεις τις ίδιες επικίνδυνες σκέψεις, γεννήθηκε βλαξ, θα πεθάνει βλαξ και, δυστυχώς για όλους μας, θα παρασύρει στη βλακεία του πολλά περισσότερα από τη δική του, ασήμαντη, προσωπικότητα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου