ΑΠΟΦΘΕΓΜΑ

Φοβάμαι μήπως χαθεί η ιδεολογία στη γη και γίνουμε ανθρωπάκια που θα θέλουμε να καλοπεράσουμε, που θα θέλουμε να κάνουμε καταναλωτική ζωή.

Κι εμείς οι Έλληνες ακόμα, να χάσουμε αυτό που λέγεται αξιοπρέπεια, αυτό που λέγεται αγωνιστικότητα. Ναι, αυτό φοβάμαι περισσότερο από όλα…”

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ…

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί η απάντηση αυτή



Ο μεγάλος Γερμανός συγγραφέας Έρχαρτ Κέστνερ έκανε την εξής εξομολόγηση.

«Στα 1952 πήγα για πρώτη φορά μετά το πόλεμο, στην Αθήνα.Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε πως είχα πρόθεση να πάω στη Κρήτη, μου συνέστησε, επειδή ήταν πολύ νωρίς ακόμα και οι πληγές
από τη γερμανική κατοχή ανεπούλωτες, να… λέω πως είμαι Ελβετός. Αλλά εγώ τους ήξερα τους Κρήτες. Από την πρώτη στιγμή είπα πως ήμουν Γερμανός και όχι μόνο δεν κακόπαθα, αλλά ξανάζησα παντού όπου πέρασα τη θρυλική κρητική φιλοξενία.

»Ένα σούρουπο, καθώς ο ήλιος βασίλευε, πλησίασα το γερμανικό νεκροταφείο, έρημο με μόνο σύντροφο τις τελευταίες ηλιαχτίδες. Έκανα όμως λάθος. Υπήρχε εκεί και μια ζωντανή ψυχή, ήταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα ν’ ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα. Την πλησίασα και τη ρώτησα. Είστε από εδώ; Μάλιστα. Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς». Και γράφει ο Κέστνερ. «Η απάντηση, μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί».

Απαντά η γυναίκα:

«Παιδί μου, από τη προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα ‘41 με ‘44. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης κι έμεινα με το μονάκριβο γιο μου. Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν τα παιδιά μιας κάποιας μάνας, σαν κι εμένα. Και ανάβω στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να ‘ρθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιού μου».

Σωστά έγραψε ο Γερμανός, ότι «Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί η απάντηση αυτή». Λέμε εμείς. Ναι, στην Ελλάδα την ταλαιπωρημένη και απ’ όλους αδικημένη.

Πηγή: Αλεξίπτωτο  Μέσω kostasxan
Διαβάζει και μιλάει τέλεια ελληνικά, που έμαθε μόνος του στον τόπο που επέλεξε ως δεύτερη πατρίδα. Δεν έχει ποτέ χρήματα πάνω του. Ντύνεται με εξαιρετικό γούστο. Ζει σε ένα υπερβολικά απλό διαμέρισμα στην Πλάκα. Στον ελεύθερο χρόνο του μελετά φιλοσοφία. Έχει δεκάδες Έλληνες φίλους. Όταν αναφέρεται στα επιτυχημένα εστιατόριά του στο τρίγωνο Σύνταγμα-Μοναστηράκι- Κεραμεικός, χρησιμοποιεί το «εμείς» κι όχι το «εγώ». Παρότι μουσουλμάνος, έχει στο βραχίονά του ένα τατουάζ της ινδουιστικής θεάς Ομ ‒κάτι απαγορευμένο από το Ισλάμ. Δεν είναι αντίθετος με το ποτό: «Να με ενοχλεί; Αφού το πουλάω. Είμαι μουσουλμάνος, αλλά ελεύθερος. Δεν χωρίζω τους ανθρώπους σε θρησκείες και χρώματα». Ο Ασγάρ Τσίμα από το Αμριτσάρ του Παντζάμπ ανατρέπει θεαματικά, με το παράδειγμα της ζωής του, εγχώρια στερεότυπα και προκαταλήψεις, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι η εντός οργανωμένων πλαισίων μετανάστευση κάνει καλό στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία. Ξεκίνησε μεταφέροντας σακιά με αλάτι στου Ρέντη, πριν από 23 χρόνια. Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό, γρήγορα ανοίχτηκε σε επιχειρηματικά ύδατα: έκανε επώνυμη την ινδική κουζίνα στην πρωτεύουσα με το Indian Kitchen και το Indian Masala, επανέφερε την αθηναϊκή νύχτα στο ευρωπαϊκό προσκήνιο με το σαγηνευτικό Bollywood και τους τελευταίους μήνες πασπαλίζει με κάρι την φιλοσοφία του αθηναϊκού delivery με το ινδικό take away Mirch. Το πέρασμα στην Αθήνα «Ήρθα στην Ελλάδα το 1990, είκοσι χρονών, με αυτοκίνητο μέσω Έβρου, με τουριστική βίζα. Ακολούθησα κάποια ξαδέρφια μου, που επέστρεφαν στη Γερμανία, όπου ζούσαν. Δεν συνέχισα μαζί τους, αλλά έμεινα εδώ. Ακόμη και σήμερα δεν έχω ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου τι ήταν αυτό που με παρακίνησε να το κάνω. Ουσιαστικά δεν είχα τόσο μεγάλο πρόβλημα, όπως άλλοι μετανάστες. Ήμασταν εύπορη αγροτική οικογένεια. Μέχρι να έρθω στην Ελλάδα –την οποία ήξερα μόνο από το σχολείο– ήμουν αυτό που λένε καλομαθημένος. Δεν είχα δουλέψει ποτέ, όπως και κανείς από την οικογένειά μου. Εγκαταστάθηκα σε μια αποθήκη στην Αθήνα, που τη μοιραζόμουν με άλλους από την Ινδία, κι άρχισα να δουλεύω σε ένα εργοστάσιο αλατιού. Σκληρή δουλειά, δίχως μέλλον. Συνειδητοποιώντας γρήγορα πως έπρεπε να μάθω κάποια τέχνη, τα απογεύματα άρχισα να μαθαίνω ηλεκτροσυγκόλληση. Ένας εισαγωγέας χρειάστηκε βαφέα, μου έδωσε τα κλειδιά του εργοστασίου του στο Περιστέρι κι άρχισα να βάφω τρακτέρ και μπουλντόζες. Τα Σαββατοκύριακα δούλευα σε χωράφια. Μέσα μου όμως ήξερα πως, για να πάω μπροστά, έπρεπε να στήσω τη δική μου δουλειά». Από το μίνι μάρκετ ως το Bollywood Έτσι ο Ασγάρ Τσίμα μπήκε δυναμικά στην παρθένα αγορά μεταναστών που είχε δημιουργηθεί στην Αθήνα και άντλησε κεφάλαια από αυτήν. «Το 1994 άνοιξα το πρώτο ινδικό μίνι μάρκετ πίσω από την πλατεία Θεάτρου, καλύπτοντας τις ανάγκες των μεταναστών από Ινδία και Πακιστάν. Καταλήξαμε να φέρνουμε κοντέινερ από την Ινδία, να διαθέτουμε αποθήκες, φορτηγά, να κάνουμε έως και delivery σε σπίτια μεταναστών. Στην πορεία, σκέφτηκα να ανοίξω ένα εστιατόριο για Ινδούς και Πακιστανούς. Το Pak Indian έπιασε γρήγορα στους Αθηναίους. Εν συνεχεία, παρακινούμενος από κάποιους φίλους Ινδούς που δούλευαν στην Κω, άνοιξα εκεί το δεύτερο ινδικό εστιατόριο, το οποίο επίσης πήγε περίφημα. Ακολούθησαν άλλα δύο εστιατόρια, ψητοπωλείο, φωτογραφείο, κουρείο, τρία καταστήματα με τηλεφωνικές κάρτες για μετανάστες, μέχρι το Red India, το καλύτερο μέχρι τότε εστιατόριό μου, σε ένα διώροφο νεοκλασικό. Όλα γύρω από την Ομόνοια. Μόλις, όμως, γύρω στο 2007, η περιοχή άρχισε να χαλάει, τα έκλεισα όλα, ανέβηκα στο Θησείο, άνοιξα το India Masala και ξεκίνησα από την αρχή». «Έχω την αίσθηση ότι η περιοχή της Ομόνοιας δεν θα ξανασηκωθεί ποτέ! Κλείνουν καταστήματα στο Κολωνάκι, εδώ θα ανοίξουν; Από όταν ήρθα στην Ελλάδα, η Αθήνα έχει αλλάξει πολλά πρόσωπα. Σήμερα, ωστόσο, χρειάζεται χρόνια για να επανακάμψει». Η Ομόνοια της κρίσης Ο Ασγάρ Τσίμα κοιτά με οξυδέρκεια το προβληματικό κέντρο της Αθήνας: «Από τους Ινδούς, Πακιστανούς και Μπαγκλαντεσιανούς μετανάστες “δημιουργήθηκα”. Τότε ήταν ένα κλειστό κοινωνικό κομμάτι στην Αθήνα, δεν ενοχλούσε, δεν έκλεβε, εργαζόταν σκληρά, έβγαζε λεφτά και κατέληγε στην περιοχή γύρω από την Ομόνοια, όπου είχα τις επιχειρήσεις μου. Αυτό κράτησε περίπου δέκα χρόνια. Ώσπου έφτασαν μετανάστες από άλλα μέρη του πλανήτη, άρχισαν σκηνές επικίνδυνες, οι δουλειές έπεσαν. Απομακρύνθηκαν οι ήσυχοι, νοικοκύρηδες μετανάστες, αφήνοντας την περιοχή σε ναρκομανείς, μαστροπούς και άνεργους μετανάστες. Οι Έλληνες δεν κατάλαβαν αυτή την δραστική αλλαγή μεταναστών στην περιοχή, και είναι λογικό. Εσείς, βλέποντας κάποιον μετανάστη, από την Ασία για παράδειγμα, δεν μπορείτε να ξεχωρίσετε από ποια χώρα είναι, αν δεν σας το πει ο ίδιος». Πώς βλέπει το μέλλον της περιοχής γύρω από την Ομόνοια; «Έχω την αίσθηση ότι δεν θα ξανασηκωθεί ποτέ! Εδώ κλείνουν καταστήματα στο Κολωνάκι, θα ανοίξουν στην Ομόνοια; Από την άλλη, οι μετανάστες δεν έχουν δυνατότητα να πάρουν κτίρια και να στήσουν υγιείς επιχειρήσεις, που θα μπορούσαν να την ξανασηκώσουν. Από όταν ήρθα στην Ελλάδα, η Αθήνα έχει αλλάξει πολλά πρόσωπα. Σήμερα, ωστόσο, η γνώμη μου είναι ότι χρειάζεται χρόνια για να επανακάμψει». Ασγάρ Τσίμα «Είμαι μουσουλμάνος, αλλά ελεύθερος. Δεν χωρίζω τους ανθρώπους σε θρησκείες και χρώματα» Ένα case study ελληνοποιημένου μετανάστη Η κάθοδος από την εύπορη ινδική κάστα στη μαύρη εργασία κι από εκεί η άνοδος στην επιτυχία ήταν το «καθαρτήριο» του Ασγάρ Τσίμα, που τον μεταμόρφωσε σε ένα απρόσμενο κράμα Έλληνα-Ινδού. «Μου αρέσει που, ως Ευρωπαίος, έχω προσωπική ζωή, ξεκάθαρες σχέσεις, καλές φιλίες ‒πράγματα που δεν υπάρχουν στην Ινδία, όπου οι κάστες παίζουν κυριαρχικό ρόλο. Μου αρέσει η Ελλάδα, να κατεβαίνω μέχρι το Σούνιο, να κάνω στάση στην παραλιακή για καφέ ή παϊδάκια. Το φαγητό κρύβει μεγάλη δύναμη και, φέρνοντας τους ανθρώπους πιο κοντά, δρα αντιρατσιστικά. Όταν ήρθα στην Αθήνα, η ινδική κουζίνα ήταν άγνωστη. Σήμερα από τα εστιατόριά μου περνούν ονόματα που ”κρατούν” τη χώρα. Πού είναι, λοιπόν, ο ρατσισμός των Ελλήνων; Εμένα ποτέ κανείς δεν έτυχε να με προσβάλλει ή να με πικράνει. Μου αρέσουν οι Έλληνες. Όπως και οι Ινδοί, είναι ήρεμοι, αντιδρούν όμορφα, θέλουν να περνάνε ευχάριστα, η ματιά τους αντανακλά καλοσύνη και σεβασμό. Δεν έχουν μάθει να σκοτώνουν. Πιστεύω πως δικαιολογείται η σημερινή τους άρνηση προς τους ξένους. Αντιδρούν έτσι από φόβο. Σε μια Ελλάδα εύπορη, εγκάρδια, με όλες τις ελευθερίες, οι ξένοι άρχισαν να φτάνουν κατά εκατομμύρια και να δημιουργούνται προβλήματα. Σίγουρα, στην Ελλάδα δεν κινδυνεύουμε από εντάσεις, όπως σε άλλες χώρες της Ευρώπης, γιατί εδώ οι ξένοι δεν έχουν στους κύκλους τους ούτε μεγάλους επιχειρηματίες, ούτε δύναμη που θα προκαλούσε κόντρες. Αλλά έχω δει πράγματα με τα μάτια μου που δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Να πέφτουν πάνω σε κοπέλα, να τη βγάζουν από το αυτοκίνητό της, να παίρνουν την τσάντα της, αυτή να φωνάζει, δεκάδες ξένοι να είναι γύρω και να μην ρωτά κανείς τους κλέφτες γιατί το κάνουν. Δεν έχει σημασία από ποια χώρα ήταν οι κλέφτες, σημασία έχει ότι δημιουργήθηκε θέμα από τους ξένους. Κι εγώ, παρότι ξένος, είμαι με την πλευρά του Έλληνα. Όπου κι αν βρίσκεσαι, δεν θέλεις γύρω σου να υπάρχει φόβος, να μυρίζει κίνδυνος». Το νόημα της επιτυχίας σε καιρό κρίσης Ο Ασγάρ Τσίμα, έχοντας υπερβεί όρια και αποστάσεις, αποτελεί (απρόσμενο για κάποιους…) παράδειγμα επιτυχίας στη σκυθρωπή Αθήνα. «Από παιδί ήθελα να κάνω κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους. Είμαι περίεργος, όχι ζηλιάρης. Δεν φθονώ αυτόν που επιτυγχάνει, αλλά συγκρίνω τον εαυτό μου μαζί του και ψάχνω τα δικά μου λάθη. Αψηφώ τον κίνδυνο. Ρισκάρω τα πάντα σε ένα δευτερόλεπτο. Δεν δέχομαι οδηγίες, αλλά ποτέ δεν έχω κάνει κάτι χωρίς προηγουμένως να ρωτήσω αν αυτό είναι σωστό ή λάθος. Ποτέ δεν αντιμετώπισα σοβαρό πρόβλημα με κανέναν από τους εργαζόμενους, τους σέβομαι. Δεν μπορείς να θεωρείς ότι, επειδή εσύ κρατάς το ταμείο, είσαι αλάνθαστος και όλοι οι άλλοι είναι κλέφτες». Πόσο και πώς, κατά τη γνώμη του, τα διδάγματα της κρίσης άλλαξαν τα ζύγια των Ελλήνων; «Διαισθάνομαι ότι από εδώ και πέρα η ζωή θα είναι πιο αυθεντική. Αρχίζει μια ισορροπία, γινόμαστε πιο ανθρώπινοι, φτιάχνουμε παρέες, ντυνόμαστε πιο απλά, δεν παρασυρόμαστε πλέον από πολυτέλειες, θέλουμε την αλήθεια. Τελευταία αφουγκράζομαι τους Έλληνες λίγο φοβισμένους, κυρίως μη χάσουν τη δουλειά τους. Αλλά η κρίση είναι εδώ, θα κρατήσει χρόνια. Aν δεν είσαι σωστός –έτσι το βλέπω εγώ– θα βρίσκεσαι μέσα στην κρίση. Αν είσαι σωστός, γιατί να νιώθεις φόβο; Εσείς, ως πελάτες, δεν θέλετε να πάτε σε ένα εστιατόριο καθαρό, με ποιότητα και λογικές τιμές; Κι εγώ αυτό θέλω. Γιατί, λοιπόν, να μην σας προσφέρω αυτό ακριβώς που θέλετε και να με προτιμάτε; Απαγορεύεται σε όλα τα εστιατόρια να έχουν πιάτο που να κοστίζει 20 ευρώ! Για μένα, οι επιχειρήσεις δεν αξίζουν αν είναι μόνο χρήματα, χωρίς να ευχαριστούν την ψυχή μου. Θέλω να κερδίζω τη σκέψη του πελάτη, όχι τα λεφτά του. Τίποτα δεν είναι ωραίο, αν δεν έχει ψυχή μέσα του».

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/business/%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B6%CF%89/ ]
Μετανάστης; Δεν νομίζω! 22.05.2013 Ξεκίνησε μεταφέροντας σακιά με αλάτι στην πλάτη. Σήμερα είναι ο βασιλιάς της Indian Athens με ένα portfolio πετυχημένων εστιατορίων. Ο Ασγάρ Τσίμα αποτελεί τρανταχτή διάψευση αυτού που κάποιοι μίζεροι υποστηρίζουν πως είναι συλλήβδην οι μετανάστες στη χώρα μας. Δημήτρης Μαχαιρίδης Δημήτρης Μαχαιρίδης Φωτογραφία : Δέσποινα Σπύρου ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ: Η μέρα που τα παράτησα και έφυγα στην Ινδία Προηγούμενα άρθρα του ιδίου Ο Δημήτρης Τσίγκος και το μπουμ των startups Ασγάρ Τσίμα «Όταν ήρθα στην Αθήνα, η ινδική κουζίνα ήταν άγνωστη. Σήμερα από τα εστιατόριά μου περνούν ονόματα που ”κρατούν” τη χώρα. Πού είναι, λοιπόν, ο ρατσισμός των Ελλήνων;» Διαβάζει και μιλάει τέλεια ελληνικά, που έμαθε μόνος του στον τόπο που επέλεξε ως δεύτερη πατρίδα. Δεν έχει ποτέ χρήματα πάνω του. Ντύνεται με εξαιρετικό γούστο. Ζει σε ένα υπερβολικά απλό διαμέρισμα στην Πλάκα. Στον ελεύθερο χρόνο του μελετά φιλοσοφία. Έχει δεκάδες Έλληνες φίλους. Όταν αναφέρεται στα επιτυχημένα εστιατόριά του στο τρίγωνο Σύνταγμα-Μοναστηράκι- Κεραμεικός, χρησιμοποιεί το «εμείς» κι όχι το «εγώ». Παρότι μουσουλμάνος, έχει στο βραχίονά του ένα τατουάζ της ινδουιστικής θεάς Ομ ‒κάτι απαγορευμένο από το Ισλάμ. Δεν είναι αντίθετος με το ποτό: «Να με ενοχλεί; Αφού το πουλάω. Είμαι μουσουλμάνος, αλλά ελεύθερος. Δεν χωρίζω τους ανθρώπους σε θρησκείες και χρώματα». Ο Ασγάρ Τσίμα από το Αμριτσάρ του Παντζάμπ ανατρέπει θεαματικά, με το παράδειγμα της ζωής του, εγχώρια στερεότυπα και προκαταλήψεις, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι η εντός οργανωμένων πλαισίων μετανάστευση κάνει καλό στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία. Ξεκίνησε μεταφέροντας σακιά με αλάτι στου Ρέντη, πριν από 23 χρόνια. Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό, γρήγορα ανοίχτηκε σε επιχειρηματικά ύδατα: έκανε επώνυμη την ινδική κουζίνα στην πρωτεύουσα με το Indian Kitchen και το Indian Masala, επανέφερε την αθηναϊκή νύχτα στο ευρωπαϊκό προσκήνιο με το σαγηνευτικό Bollywood και τους τελευταίους μήνες πασπαλίζει με κάρι την φιλοσοφία του αθηναϊκού delivery με το ινδικό take away Mirch. Το πέρασμα στην Αθήνα «Ήρθα στην Ελλάδα το 1990, είκοσι χρονών, με αυτοκίνητο μέσω Έβρου, με τουριστική βίζα. Ακολούθησα κάποια ξαδέρφια μου, που επέστρεφαν στη Γερμανία, όπου ζούσαν. Δεν συνέχισα μαζί τους, αλλά έμεινα εδώ. Ακόμη και σήμερα δεν έχω ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου τι ήταν αυτό που με παρακίνησε να το κάνω. Ουσιαστικά δεν είχα τόσο μεγάλο πρόβλημα, όπως άλλοι μετανάστες. Ήμασταν εύπορη αγροτική οικογένεια. Μέχρι να έρθω στην Ελλάδα –την οποία ήξερα μόνο από το σχολείο– ήμουν αυτό που λένε καλομαθημένος. Δεν είχα δουλέψει ποτέ, όπως και κανείς από την οικογένειά μου. Εγκαταστάθηκα σε μια αποθήκη στην Αθήνα, που τη μοιραζόμουν με άλλους από την Ινδία, κι άρχισα να δουλεύω σε ένα εργοστάσιο αλατιού. Σκληρή δουλειά, δίχως μέλλον. Συνειδητοποιώντας γρήγορα πως έπρεπε να μάθω κάποια τέχνη, τα απογεύματα άρχισα να μαθαίνω ηλεκτροσυγκόλληση. Ένας εισαγωγέας χρειάστηκε βαφέα, μου έδωσε τα κλειδιά του εργοστασίου του στο Περιστέρι κι άρχισα να βάφω τρακτέρ και μπουλντόζες. Τα Σαββατοκύριακα δούλευα σε χωράφια. Μέσα μου όμως ήξερα πως, για να πάω μπροστά, έπρεπε να στήσω τη δική μου δουλειά». Από το μίνι μάρκετ ως το Bollywood Έτσι ο Ασγάρ Τσίμα μπήκε δυναμικά στην παρθένα αγορά μεταναστών που είχε δημιουργηθεί στην Αθήνα και άντλησε κεφάλαια από αυτήν. «Το 1994 άνοιξα το πρώτο ινδικό μίνι μάρκετ πίσω από την πλατεία Θεάτρου, καλύπτοντας τις ανάγκες των μεταναστών από Ινδία και Πακιστάν. Καταλήξαμε να φέρνουμε κοντέινερ από την Ινδία, να διαθέτουμε αποθήκες, φορτηγά, να κάνουμε έως και delivery σε σπίτια μεταναστών. Στην πορεία, σκέφτηκα να ανοίξω ένα εστιατόριο για Ινδούς και Πακιστανούς. Το Pak Indian έπιασε γρήγορα στους Αθηναίους. Εν συνεχεία, παρακινούμενος από κάποιους φίλους Ινδούς που δούλευαν στην Κω, άνοιξα εκεί το δεύτερο ινδικό εστιατόριο, το οποίο επίσης πήγε περίφημα. Ακολούθησαν άλλα δύο εστιατόρια, ψητοπωλείο, φωτογραφείο, κουρείο, τρία καταστήματα με τηλεφωνικές κάρτες για μετανάστες, μέχρι το Red India, το καλύτερο μέχρι τότε εστιατόριό μου, σε ένα διώροφο νεοκλασικό. Όλα γύρω από την Ομόνοια. Μόλις, όμως, γύρω στο 2007, η περιοχή άρχισε να χαλάει, τα έκλεισα όλα, ανέβηκα στο Θησείο, άνοιξα το India Masala και ξεκίνησα από την αρχή». «Έχω την αίσθηση ότι η περιοχή της Ομόνοιας δεν θα ξανασηκωθεί ποτέ! Κλείνουν καταστήματα στο Κολωνάκι, εδώ θα ανοίξουν; Από όταν ήρθα στην Ελλάδα, η Αθήνα έχει αλλάξει πολλά πρόσωπα. Σήμερα, ωστόσο, χρειάζεται χρόνια για να επανακάμψει». Η Ομόνοια της κρίσης Ο Ασγάρ Τσίμα κοιτά με οξυδέρκεια το προβληματικό κέντρο της Αθήνας: «Από τους Ινδούς, Πακιστανούς και Μπαγκλαντεσιανούς μετανάστες “δημιουργήθηκα”. Τότε ήταν ένα κλειστό κοινωνικό κομμάτι στην Αθήνα, δεν ενοχλούσε, δεν έκλεβε, εργαζόταν σκληρά, έβγαζε λεφτά και κατέληγε στην περιοχή γύρω από την Ομόνοια, όπου είχα τις επιχειρήσεις μου. Αυτό κράτησε περίπου δέκα χρόνια. Ώσπου έφτασαν μετανάστες από άλλα μέρη του πλανήτη, άρχισαν σκηνές επικίνδυνες, οι δουλειές έπεσαν. Απομακρύνθηκαν οι ήσυχοι, νοικοκύρηδες μετανάστες, αφήνοντας την περιοχή σε ναρκομανείς, μαστροπούς και άνεργους μετανάστες. Οι Έλληνες δεν κατάλαβαν αυτή την δραστική αλλαγή μεταναστών στην περιοχή, και είναι λογικό. Εσείς, βλέποντας κάποιον μετανάστη, από την Ασία για παράδειγμα, δεν μπορείτε να ξεχωρίσετε από ποια χώρα είναι, αν δεν σας το πει ο ίδιος». Πώς βλέπει το μέλλον της περιοχής γύρω από την Ομόνοια; «Έχω την αίσθηση ότι δεν θα ξανασηκωθεί ποτέ! Εδώ κλείνουν καταστήματα στο Κολωνάκι, θα ανοίξουν στην Ομόνοια; Από την άλλη, οι μετανάστες δεν έχουν δυνατότητα να πάρουν κτίρια και να στήσουν υγιείς επιχειρήσεις, που θα μπορούσαν να την ξανασηκώσουν. Από όταν ήρθα στην Ελλάδα, η Αθήνα έχει αλλάξει πολλά πρόσωπα. Σήμερα, ωστόσο, η γνώμη μου είναι ότι χρειάζεται χρόνια για να επανακάμψει». Ασγάρ Τσίμα «Είμαι μουσουλμάνος, αλλά ελεύθερος. Δεν χωρίζω τους ανθρώπους σε θρησκείες και χρώματα» Ένα case study ελληνοποιημένου μετανάστη Η κάθοδος από την εύπορη ινδική κάστα στη μαύρη εργασία κι από εκεί η άνοδος στην επιτυχία ήταν το «καθαρτήριο» του Ασγάρ Τσίμα, που τον μεταμόρφωσε σε ένα απρόσμενο κράμα Έλληνα-Ινδού. «Μου αρέσει που, ως Ευρωπαίος, έχω προσωπική ζωή, ξεκάθαρες σχέσεις, καλές φιλίες ‒πράγματα που δεν υπάρχουν στην Ινδία, όπου οι κάστες παίζουν κυριαρχικό ρόλο. Μου αρέσει η Ελλάδα, να κατεβαίνω μέχρι το Σούνιο, να κάνω στάση στην παραλιακή για καφέ ή παϊδάκια. Το φαγητό κρύβει μεγάλη δύναμη και, φέρνοντας τους ανθρώπους πιο κοντά, δρα αντιρατσιστικά. Όταν ήρθα στην Αθήνα, η ινδική κουζίνα ήταν άγνωστη. Σήμερα από τα εστιατόριά μου περνούν ονόματα που ”κρατούν” τη χώρα. Πού είναι, λοιπόν, ο ρατσισμός των Ελλήνων; Εμένα ποτέ κανείς δεν έτυχε να με προσβάλλει ή να με πικράνει. Μου αρέσουν οι Έλληνες. Όπως και οι Ινδοί, είναι ήρεμοι, αντιδρούν όμορφα, θέλουν να περνάνε ευχάριστα, η ματιά τους αντανακλά καλοσύνη και σεβασμό. Δεν έχουν μάθει να σκοτώνουν. Πιστεύω πως δικαιολογείται η σημερινή τους άρνηση προς τους ξένους. Αντιδρούν έτσι από φόβο. Σε μια Ελλάδα εύπορη, εγκάρδια, με όλες τις ελευθερίες, οι ξένοι άρχισαν να φτάνουν κατά εκατομμύρια και να δημιουργούνται προβλήματα. Σίγουρα, στην Ελλάδα δεν κινδυνεύουμε από εντάσεις, όπως σε άλλες χώρες της Ευρώπης, γιατί εδώ οι ξένοι δεν έχουν στους κύκλους τους ούτε μεγάλους επιχειρηματίες, ούτε δύναμη που θα προκαλούσε κόντρες. Αλλά έχω δει πράγματα με τα μάτια μου που δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Να πέφτουν πάνω σε κοπέλα, να τη βγάζουν από το αυτοκίνητό της, να παίρνουν την τσάντα της, αυτή να φωνάζει, δεκάδες ξένοι να είναι γύρω και να μην ρωτά κανείς τους κλέφτες γιατί το κάνουν. Δεν έχει σημασία από ποια χώρα ήταν οι κλέφτες, σημασία έχει ότι δημιουργήθηκε θέμα από τους ξένους. Κι εγώ, παρότι ξένος, είμαι με την πλευρά του Έλληνα. Όπου κι αν βρίσκεσαι, δεν θέλεις γύρω σου να υπάρχει φόβος, να μυρίζει κίνδυνος». Το νόημα της επιτυχίας σε καιρό κρίσης Ο Ασγάρ Τσίμα, έχοντας υπερβεί όρια και αποστάσεις, αποτελεί (απρόσμενο για κάποιους…) παράδειγμα επιτυχίας στη σκυθρωπή Αθήνα. «Από παιδί ήθελα να κάνω κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους. Είμαι περίεργος, όχι ζηλιάρης. Δεν φθονώ αυτόν που επιτυγχάνει, αλλά συγκρίνω τον εαυτό μου μαζί του και ψάχνω τα δικά μου λάθη. Αψηφώ τον κίνδυνο. Ρισκάρω τα πάντα σε ένα δευτερόλεπτο. Δεν δέχομαι οδηγίες, αλλά ποτέ δεν έχω κάνει κάτι χωρίς προηγουμένως να ρωτήσω αν αυτό είναι σωστό ή λάθος. Ποτέ δεν αντιμετώπισα σοβαρό πρόβλημα με κανέναν από τους εργαζόμενους, τους σέβομαι. Δεν μπορείς να θεωρείς ότι, επειδή εσύ κρατάς το ταμείο, είσαι αλάνθαστος και όλοι οι άλλοι είναι κλέφτες». Πόσο και πώς, κατά τη γνώμη του, τα διδάγματα της κρίσης άλλαξαν τα ζύγια των Ελλήνων; «Διαισθάνομαι ότι από εδώ και πέρα η ζωή θα είναι πιο αυθεντική. Αρχίζει μια ισορροπία, γινόμαστε πιο ανθρώπινοι, φτιάχνουμε παρέες, ντυνόμαστε πιο απλά, δεν παρασυρόμαστε πλέον από πολυτέλειες, θέλουμε την αλήθεια. Τελευταία αφουγκράζομαι τους Έλληνες λίγο φοβισμένους, κυρίως μη χάσουν τη δουλειά τους. Αλλά η κρίση είναι εδώ, θα κρατήσει χρόνια. Aν δεν είσαι σωστός –έτσι το βλέπω εγώ– θα βρίσκεσαι μέσα στην κρίση. Αν είσαι σωστός, γιατί να νιώθεις φόβο; Εσείς, ως πελάτες, δεν θέλετε να πάτε σε ένα εστιατόριο καθαρό, με ποιότητα και λογικές τιμές; Κι εγώ αυτό θέλω. Γιατί, λοιπόν, να μην σας προσφέρω αυτό ακριβώς που θέλετε και να με προτιμάτε; Απαγορεύεται σε όλα τα εστιατόρια να έχουν πιάτο που να κοστίζει 20 ευρώ! Για μένα, οι επιχειρήσεις δεν αξίζουν αν είναι μόνο χρήματα, χωρίς να ευχαριστούν την ψυχή μου. Θέλω να κερδίζω τη σκέψη του πελάτη, όχι τα λεφτά του. Τίποτα δεν είναι ωραίο, αν δεν έχει ψυχή μέσα του».

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/business/%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B6%CF%89/ ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: