ΑΠΟΦΘΕΓΜΑ

Φοβάμαι μήπως χαθεί η ιδεολογία στη γη και γίνουμε ανθρωπάκια που θα θέλουμε να καλοπεράσουμε, που θα θέλουμε να κάνουμε καταναλωτική ζωή.

Κι εμείς οι Έλληνες ακόμα, να χάσουμε αυτό που λέγεται αξιοπρέπεια, αυτό που λέγεται αγωνιστικότητα. Ναι, αυτό φοβάμαι περισσότερο από όλα…”

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ…

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Στου Τσιτσάνη για ουζάκι


Με φόντο την κατοχική Θεσσαλονίκη και την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητάς της από τους Ναζί, η μεταφορά του βιβλίου «Ουζερί Τσιτσάνης» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη σε τηλεοπτική σειρά για την ΕΡΤ θα φωτίσει την πιο δημιουργική περίοδο της ζωής του σπουδαίου λαϊκού βάρδου

Στα ταραγμένα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής ο μεγαλύτερος συνθέτης της λαϊκής μας μουσικής ο Βασίλης Τσιτσάνης, έζησε για περίπου τέσσερα χρόνια στη Θεσσαλονίκη και έγραψε περισσότερα από 70 τραγούδια.
Εκεί, στην Παύλου Μελά, πίσω από την Αγία Σοφία, άνοιξε με τον κουνιάδο του Ανδρέα Σαμαρά το θρυλικό «Ουζερί Τσιτσάνης» στον αριθμό 22. Χώρος που έμελλε εκείνη την εποχή να εξελιχθεί σε δοχείο κοινωνικότητας, χωνευτήρι κάθε λογής ανθρώπων, καταφύγιο όλων όσοι λάτρευαν το μπουζούκι και αναζητούσαν ελπίδα, ένα καλειδοσκόπιο της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, μα πάνω απ' όλα πηγή έμπνευσης του ίδιου του Τσιτσάνη, που είχε νοικιάσει ένα ημιυπόγειο απέναντι από το ουζερί, στον αριθμό 21.
Σε αυτό το μαγαζάκι, αλλά και στο σπίτι που νοίκιαζε («ένα δωμάτιο ευρύχωρο και μια κουζίνα με τα λοιπά αντί 50 δραχμών μηνιαίως») έγραψε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: «Αχάριστη», για πολλούς το καλύτερο τραγούδι του Τσιτσάνη, «Αραπίνες», «Οταν συμβεί στα πέριξ», «Τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις», «Αθηναίισσα», «Μπαξέ τσιφλίκι» (φωνογραφήθηκαν αργότερα, μετά τον πόλεμο, όταν άνοιξαν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων). Σύμφωνα δε με μια εκδοχή, εκεί έγραψε και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Το πρώτο τρίμηνο του '43 είναι το πιο καθοριστικό. Τότε ο Τσιτσάνης άνοιξε το ουζερί και μετακόμισε στον ίδιο δρόμο. «Ο Βασίλης πίστευε ότι ήταν γούρικο το σπίτι εκεί, στην Παύλου Μελά 21, που μας νοίκιαζε ο Κώστας Σεργιάννης. Και η Βικτωρία (σ.σ. η κόρη του) εκεί γεννήθηκε. Αλλά και πόσα τραγούδια έγραψε μέσα σε εκείνο το δωμάτιο με τη λάμπα», είχε πει η γυναίκα τού Τσιτσάνη, η Ζωή, στον φίλο του και ερευνητή του λαϊκού τραγουδιού Κώστα Χατζηδουλή. Συνάμα εκεί έζησε τον τρόμο της «τελικής λύσης» των Ναζί που την εφάρμοσαν και στην ακμάζουσα τότε εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, την οποία σχεδόν αφάνισαν.
Σε αυτές τις 90 ημέρες εστιάζει το βιβλίο του συγγραφέα Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ουζερί Τσιτσάνης», αλλά και η σειρά 14 επεισοδίων του Μανούσου Μανουσάκη που περιμένει το «πράσινο φως» από τη διοίκηση της ΕΡΤ (κάτι που αναμένεται να συμβεί μετά τις εκλογές) για να αρχίσει τα γυρίσματα σε σενάριο Βασίλη Σπηλιόπουλου.
Ο σκηνοθέτης είναι έτοιμος να δώσει σχήματα και κίνηση στις λέξεις από τις σελίδες του βιβλίου του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Εχει επιλέξει τα σημεία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη όπου θα κάνει γυρίσματα, αλλά για την αναπαράσταση της Παύλου Μελά θα αξιοποιήσει την τεχνολογία των virtual (εικονικών) σκηνικών.
«Ο Τσιτσάνης άνοιξε το ουζερί τέλη του '42. Αρχισε να δημιουργεί και ταυτόχρονα βίωσε την τραγωδία των πραγμάτων», εξηγεί ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Οι Ναζί έβαλαν σε εφαρμογή την τελική φάση εξόντωσης των Εβραίων της πόλης με τον εκτοπισμό τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Αουσβιτς, του Μπίργκεναου κ.α. Ταυτόχρονα ξεκινούσε ατύπως ο Εμφύλιος.
Η δράση φωτίζει την πορεία του συνθέτη. «Εστιάζει στο τι αντιμετώπισε ένας καλλιτέχνης που το πεπρωμένο του ήταν η μουσική, η οποία πέρασε από τις συμπληγάδες της Κατοχής», λέει ο σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης.
Η φλόγα
της δημιουργίας
Ο ίδιος ο Τσιτσάνης εξομολογούνταν το 1982 στον φίλο του Κώστα Χατζηδουλή - σε ανέκδοτη έως το 2004 συνέντευξη - τα δεινά που βίωσε στη Σαλονίκη, όπως την αποκαλούσε, τους πρώτους μήνες της Κατοχής. «Η κατάσταση από κάθε άποψη ήταν απελπιστική. Και να υπάρχει μέσα μου η φλόγα, εννοώ μια μυστηριώδης και ακατανίκητη θέληση να δημιουργήσω έργο. Αυτή η φλόγα με κράτησε όρθιο, μου έδωσε δύναμη και έμπνευση και προχώρησα. Αλλά με έκανε και πεισματάρη».
Πεισματάρης και σώφρων, ο συνθέτης, ο οποίος έβλεπε στο ουζερί του να μπαίνουν καλοβαλμένοι άνθρωποι και άνθρωποι του μόχθου, πλούσιοι και χαμάληδες, χριστιανοί, Εβραίοι και μουσουλμάνοι, ταγματασφαλίτες και εαμίτες, διατήρησε αποστάσεις από όλους.
«Το γεγονός ότι έμεινα μακριά από οργανώσεις, κόμματα και γιάφκες, πώς τα λένε αυτά - γνώριζα όμως την ιδεολογία μου -, με βοήθησε πάρα πολύ μετά τα χρόνια του Εμφυλίου να σταθώ για μία ακόμη φορά όρθιος και να δημιουργήσω πάλι έργο», ανέφερε στον Κώστα Χατζηδουλή τονίζοντας ότι άκουγε τις συμβουλές δύο φίλων του: του Κώστα Σεργιάννη και του κουμπάρου του Νίκου Μουσχουντή, διαβόητου διοικητή Ασφάλειας της Θεσσαλονίκης, που έπαιξε ρόλο και στην (σκοτεινή) υπόθεση δολοφονίας του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ το 1948.
Το σενάριο
Σε πρώτο πλάνο είναι ο Τσιτσάνης που ξυπνά ακόμη και μέσα στη νύχτα για να γράψει στα τεφτέρια του στίχους, ενώ παράλληλα ξετυλίγεται η ιστορία του διωγμού και της εξόντωσης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης μέσα από την ερωτική ιστορία του κουνιάδου του με την εβραιοπούλα Εστρέα.
Το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη και κατ' επέκταση η σειρά του Μανουσάκη συστήνουν τον Τσιτσάνη όταν ήταν 28 ετών. Ο σκηνοθέτης ενδιαφέρθηκε για τη μεταφορά του βιβλίου στη μικρή οθόνη κατ' αρχήν εξαιτίας του οίστρου που είχε ο συνθέτης κάτω από αντίξοες συνθήκες. «Με ενδιαφέρει με λιτό τρόπο να περιγράψω την εμπλοκή του Τσιτσάνη στην Ιστορία. Να δείξω πώς ένα παιδί από τα Τρίκαλα, που βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη στη δίνη του πολέμου, κατόρθωσε να δημιουργήσει».
Το ένα σκέλος της πλοκής στο «Ουζερί Τσιτσάνης» είναι η μουσική και τα τραγούδια του συνθέτη που έχουν την ιστορία τους. «Το έγκλημά μου μ' έριξε στα ξένα / και μ' έχει στη ζωή κατάδικο. / Αχάριστη δεν πόνεσες για μένα / κι αυτό το βρίσκω να 'ναι άδικο» ήταν ο σκελετός, κατά δήλωση του Τσιτσάνη στον Χατζηδουλή, της «Αχάριστης» και τον είχε γράψει μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 1942. Το ουζερί δεν υπήρχε τότε. Αργότερα, ένα βράδυ στο σπίτι της Παύλου Μελά, είπε στον «Σιργιάννη», όπως τον αποκαλούσε ο Τσιτσάνης, να φάνε μαζί. «Εκεί που τα κουτσοπίναμε τον ρωτάω αν θέλει να του πω ένα τραγούδι που έχω αρχίσει και φτιάχνω».
Ο Τσιτσάνης είπε δύο φορές την ίδια στροφή - δεν είχε και άλλες, όπως είχε εξηγήσει στην συνεντευξή του στον Κώστα Χατζηδουλή - της «Αχάριστης» και ο Σεργιάννης έβαλε τα κλάματα. Στο διαμέρισμά του πια ο Σεργιάννης - για να μην τους ακούσει η σύζυγος του Τσιτσάνη, η Ζωή - του εξομολογήθηκε ότι «το τραγούδι τον συντάραξε διότι τον έκανε να ξαναζήσει μια δική του προσωπική και πολύ πρόσφατη ιστορία. Μέσα σε μία ώρα μου αποκάλυψε τα πάντα. Μια ιστορία από αυτές που σκαρώνει η καθημερινή ζωή και που συντάραξε κι εμένα. Κι ακόμη περισσότερο διότι το πρόσωπο της ιστορίας, μια γυναίκα που πρέπει να 'ταν η μόνη που αγάπησε ο Σεργιάννης, ήταν και πολύ γνωστή μας. Ε, σε μία βδομάδα είχα έτοιμο το τραγούδι, πλην ολοκληρωμένης εισαγωγής».
Ο Σεργιάννης ήταν εκείνος που μεσολάβησε για να ανοίξει, λίγο μετά, το ουζερί του ο Τσιτσάνης. «Ο καημένος, όταν είπα ότι θέλω να κάνω ένα μαγαζάκι κοντά στο σπίτι, έτρεξε, βρήκε τον ιδιοκτήτη, μεσολάβησε δηλαδή, και το νοικιάσαμε. Απέναντι ήταν», είχε διηγηθεί ο Τσιτσάνης στον Χατζηδουλή σε εκείνη τη συνέντευξη του '82.
Από τα κατοχικά του Τσιτσάνη - κατά μία εκδοχή, την ίδια περίοδο με το ουζερί - και η χιλιοτραγουδισμένη «Συννεφιασμένη Κυριακή», «τραγούδι-μνημείο για τον μουσικό πολιτισμό», όπως είχε γράψει στα «ΝΕΑ» ο Πάνος Γεραμάνης το 2000 με αφορμή δύο επιστημονικές έρευνες για τον συνθέτη και το έργο του.
Ο Τσιτσάνης, από τη μεριά του, έλεγε κάποιες φορές ότι την εμπνεύστηκε όταν πηγαίνοντας ένα χιονισμένο χειμωνιάτικο πρωινό να ανοίξει το ουζερί είδε ένα παλικάρι γεμάτο αίματα, που το είχε σκοτώσει γερμανική περίπολος το προηγούμενο βράδυ. Αλλοτε προέτασσε μια άλλη εκδοχή: ότι γράφτηκε μια Κυριακή, όταν έχασε η ποδοσφαιρική ομάδα που υποστήριζε τότε.
Κατοχικές και οι «Νύχτες μαγικές» του. «Τις συνέθεσα καθ' ύπνο. Κοιμόμουνα όταν συνέλαβα τη μουσική, μια βραδιά που έβλεπα κάποιο όνειρο». Τότε έγραψε σε ρεμπέτικη φόρμα ένα σκωπτικό τραγούδι του, το «Οταν συμβεί στα πέριξ». Ο Τσιτσάνης είχε πει ότι το έγραψε το 1942 στο καφενείο Νέον, απέναντι από τον Λευκό Πύργο. Δύο χρόνια αργότερα έγραψε το αμιγώς σκωπτικό «Πριγκιπομαστούρηδες».
Το κομμάτι «Χατζή μπαξές» (γνωστότερο ως «Μπαξέ τσιφλίκι») επίσης γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη εκείνη την περίοδο. Ο τίτλος ήταν από τον πρώτο στίχο του τραγουδιού, όπως είχε γράψει στο τετράδιό του ο Τσιτσάνης, όμως στη φωνογράφηση έδωσε τον τίτλο που γνωρίζουμε και σήμερα.
Η «Σεράχ», επίσης, ήταν από τα κατοχικά τραγούδια του και, σύμφωνα με τις σημειώσεις του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ίσως ήταν το τελευταίο τραγούδι που έγραψε ο Τσιτσάνης στη Θεσσαλονίκη. Για τον ίδιο τον Τσιτσάνη, πάντως, «η Κατοχή είναι η καρδιά του λαϊκού τραγουδιού. Να γιατί λέω ότι η Θεσσαλονίκη και το ουζερί μου στην Παύλου Μελά σημάδεψαν την καριέρα μου στο τραγούδι».
Η εβραϊκή κοινότητα
Το δεύτερο σκέλος της ιστορίας που ξετυλίγεται στο «Ουζερί Τσιτσάνης» αφορά την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, η οποία αριθμούσε έως και την Κατοχή περί τις 50.000 ψυχές. «Από αυτούς επέζησαν κάπου 2.500», σημειώνει ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Ηταν μια κοινότητα «που καθόρισε την πόλη σε πολιτιστικό επίπεδο», τονίζει ο Μανούσος Μανουσάκης και επισημαίνει ότι οι Εβραίοι τον ενδιέφεραν εξίσου με τον Τσιτσάνη. «Είχε ομοιογένεια η εβραϊκή κοινότητα τότε, πράγμα σπάνιο. Τα μέλη της διέθεταν υψηλό αίσθημα αλληλοβοήθειας. Και αυτό διότι στην πλειονότητά τους ήταν άνθρωποι του μόχθου, λιμενεργάτες και καπνεργάτες. Γι' αυτό και το λιμάνι δεν λειτουργούσε το Σάββατο, λόγω της εβραϊκής αργίας». Για τον σκηνοθέτη η τραγική μοίρα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης είναι το κοινωνικό κουκούτσι του έργου, «η παράνοια της φυλετικής διάκρισης που είναι έντονη και σήμερα»

Δεν υπάρχουν σχόλια: