του Διονύση Ελευθεράτου.
Aντιαεροπορικά
όπλα στις ταράτσες του Λονδίνου. Στον Τάμεση το γιγάντιο πολεμικό
σκάφος «HMS Ocean». Ελικόπτερα και ελεύθεροι σκοπευτές σε πλήρη
ετοιμότητα. Ντυμένη στο χακί, σαν τεράστιο σκηνικό πολεμικής
κινηματογραφικής παραγωγής, η αγγλική πρωτεύουσα «καλωσορίζει» αθλητές
και επισκέπτες στη γιορτή της ...ειρήνης και της συναδέλφωσης! Τους
Ολυμπιακούς Αγώνες φυσικά...
Δεν
θα μπορούσε να υπάρξει τελειότερη καταρράκωση των φληναφημάτων περί
«ολυμπιακής ειρήνης» και «ολυμπιακής εκεχειρίας», από την ίδια την
εικόνα του «ολυμπιακού» Λονδίνου.
Ο αντίλογος, αναμενόμενος: «Μα εδώ πρόκειται για την
ανάγκη θωράκισης απέναντι σε ασύμμετρη απειλή, στον κίνδυνο
τρομοκρατικών χτυπημάτων». Ωραία, λοιπόν. Ας μην υποκύψουμε στον
πειρασμό να ασχοληθούμε με τα επικρατούντα ήθη, στον πλανήτη, από την
11η Σεπτεμβρίου 2001 και εντεύθεν. Ας αρκεστούμε σε ένα απλό ερώτημα:
Καλά, πώς ακριβώς επενεργεί διαχρονικά αυτή η καταπραϋντική, ειρηνευτική
ιδιότητα των Ολυμπιακών Αγώνων στις ...συμμετρικές συρράξεις, στις
οποίες λαμβάνουν μέρος «κανονικά», «συντεταγμένα» κράτη;
Ας
ορίσουμε ως σημείο εκκίνησης τη χαραυγή του 20ού αιώνα και ας
θυμηθούμε... Αγώνες στο Παρίσι του 1900: Κατά τις ημέρες εκείνες, στην
Κίνα οι δυνάμεις των Δυτικών έπνιγαν στο αίμα την εξέγερση των
«Μπόξερς». Σεντ Λούις, 1904: Τότε οι Ρώσοι πολεμούσαν με τους Ιάπωνες.
Το 1920, κατά τις ημέρες των Αγώνων της Αμβέρσας, τα όπλα είχαν τον λόγο
σε τρία μέτωπα: Γαλλικά στρατεύματα κατελάμβαναν τη Συρία,
ελληνοτουρκική σύρραξη γινόταν στη Μικρά Ασία, μάχες μαίνονταν ανάμεσα
σε πολωνικά και σοβιετικά στρατεύματα.
Το
1952, την εποχή των Αγώνων στο Ελσίνκι, οι Γάλλοι πολεμούσαν στο
Βιετνάμ. Αγγλοι και Γάλλοι βομβάρδιζαν το Σουέζ το 1956, την ώρα που
άρχιζε η παγκόσμια αθλητική αναμέτρηση στη Μελβούρνη. Ο πόλεμος στο
Βιετνάμ «κάλυψε» τρεις Ολυμπιακούς Αγώνες: Τόκιο 1964, Μεξικό 1968,
Μόναχο 1972. Λέτε να ρίχτηκαν λιγότερες Ναπάλμ και να μειώθηκαν οι
εκατόμβες στις αντίστοιχες περιόδους, στο όνομα κάποιας ...ολυμπιακής
ευαισθησίας; Ουδείς έμαθε κάτι τέτοιο...
Οι
Αγώνες στη Βαρκελώνη, το 1992, συνέπεσαν με ορισμένες από τις
αγριότερες στιγμές του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Το 2004 (Αθήνα)
τα αμερικανικά στρατεύματα κατοχής στο Ιράκ «τίμησαν» δεόντως το πνεύμα
της «ολυμπιακής ειρήνης» σκορπώντας φωτιά και θάνατο στη Νατζάφ και τη
Φαλούτζα. Το 2008 (Πεκίνο), η «γιορτή της ειρήνης» άφησε βεβαίως εντελώς
ανεπηρέαστο τον πόλεμο στην Οσετία, ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γεωργία.
Ναι, τόooσηη ειρήνευση! Σκεφθείτε πόσο μακροσκελής θα ήταν ο κατάλογος,
εάν συμπεριλαμβάναμε και εμφυλίους πολέμους...
Εθνικισμός, ανταγωνισμοί και σκοπιμότητες σφραγίζουν τους ολυμπιακούς από την πρώτη διοργάνωση στην Αθήνα
Aς
μας συγχωρήσουν οι εναπομείναντες λάτρεις των ποικίλων καθεστωτικών
«ολυμπιακών» παραμυθιών, αλλά η πραγματικότητα δεν μπορεί να κρυφτεί:
Οι ολυμπιακοί κύκλοι ποτέ δεν υπήρξαν «αντίδοτο» στις οβίδες, ούτε
στρογγυλεμένα κλαδιά ελιάς.
Από
το 1896 έγιναν 26 επίσημοι Ολυμπιακοί Αγώνες, εκ των οποίων οι 11
διεξήχθησαν σε περιόδους ανηλεών πολεμικών αιματοχυσιών. Όποτε
συνέπιπταν με τους Αγώνες, οι στρατιωτικές συρράξεις μαίνονταν
«κανονικότατα»...
Ορισμένες
φορές, βεβαίως, ο θεσμός συνδέθηκε στενότατα με κάποιου είδους
«ειρήνη». Φερ' ειπείν οι Αγώνες του 1968, στο Μεξικό, ανέδειξαν το
ιδανικό της «κοινωνικής ειρήνης» του νεκροταφείου... Για να διεξαχθούν
«απρόσκοπτα», ο στρατός του μεξικάνικου καθεστώτος επιδόθηκε στο
«άθλημα» της σκοποβολής σε ανθρώπινους, άοπλους στόχους, ώστε να
καταπνίξει τη φοιτητική εξέγερση.
Αρχές
Οκτωβρίου 1968, περίπου μία εβδομάδα προτού αρχίσουν οι Αγώνες, οι
εφημερίδες όλου του κόσμου δημοσίευαν συγκλονιστικά ρεπορτάζ για την
κτηνωδία που κυριάρχησε στην Πόλη του Μεξικού. Τοίχοι και δρόμοι
βαμμένοι με αίμα, πυροβολισμοί, κραυγές πόνου, τραυματίες, εκατοντάδες
νεκροί.
Ένα
παράγωγο της λέξης «ειρήνη», όμως, συμπεριλήφθηκε στη δήλωση που έκανε ο
...απτόητος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, ο Αμερικανός
Έιβερι Μπράντεϊζ: «Τίποτε δεν θα εμποδίσει, τη 12η Οκτωβρίου, την
ειρηνική είσοδο της ολυμπιακής φλόγας στο στάδιο και τη διεξαγωγή των
Αγώνων»!
Σε
μια άλλη περίπτωση, ο «θεσμός της ειρήνης» ώθησε ...για τα καλά –και
γρήγορα- τη διοργανώτρια χώρα σε πόλεμο... Όχι, δεν εννοούμε τους
Αγώνες του 1936, στο Βερολίνο, που μετατράπηκαν σε προπαγανδιστικό
όργιο του Τρίτου Ράιχ. Εννοούμε κάτι παλιότερο και ...ημέτερο: Τους
Αγώνες του 1896, στην Αθήνα. Τη μετέπειτα ανόητη απόφαση των ελληνικών
ελίτ να οδηγήσουν τη χώρα σε μια -χαμένη εκ των προτέρων- ολέθρια
στρατιωτική αναμέτρηση με την Τουρκία... Κατά τη διάρκεια των Αγώνων
του 1896 η χώρα ζούσε σε ένα «εθνικό μεθύσι». Ως γνωστόν, όσο μεθάς
τόσο θέλεις να πιεις κι άλλο. Ακόμα και «μπόμπες» - κυριολεκτικά!
Να
τι έγραψε στο βιβλίο του Olympic Revival (Εκδοτική Αθηνών, 2003) ο
πρύτανης της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας, Κώστας Γεωργιάδης:
«Σημαντική παράμετρος που ανέκυψε από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών
Αγώνων στην Ελλάδα ήταν ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Η ομόφωνη
κραυγή για τη μόνιμη τέλεση των Αγώνων στην Ελλάδα δεν ήταν το μόνο
αποτέλεσμα του ενθουσιασμού και της εθνικής υπερηφάνειας που είχαν
ωθηθεί στα όρια τους. Λίγους μήνες αργότερα, ήταν ακριβώς αυτός ο
ενθουσιασμός που θα οδηγούσε σε μια μοιραία λανθασμένη εκτίμηση της
κατάστασης, παγιδεύοντας την Ελλάδα σε έναν πόλεμο που δεν ήταν σε θέση
να διεξαγάγει».
Τονίζει,
ακόμη, ο Κ. Γεωργιάδης: «Αυτή η σχέση ανάμεσα στους Ολυμπιακούς Αγώνες
και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 δεν πρέπει να μας εκπλήσσει.
Για τους Έλληνες οι Ολυμπιακοί ήταν περισσότερο ένας πολιτικός και
πολιτιστικός θεσμός, άρρηκτα συνδεδεμένος με την πολιτική και εθνική
ύπαρξη του αδύναμου ελληνικού κράτους, παρά ένας αθλητικός θεσμός».
Η
Ελλάδα, χρεοκοπημένη από τον Δεκέμβριο του 1893 αλλά εκστασιασμένη με
το όραμα των Αγώνων που της ανατέθηκαν τον Ιούνιο του 1894, συνέδεσε κι
επισήμως τον αλυτρωτισμό με τον ολυμπιακό θεσμό, τον Ιανουάριο του
1895. Τότε ο μονάρχης Κωνσταντίνος, ανακηρύσσοντας την προ-ολυμπιακή
Αθήνα «πρωτεύουσα των ελευθέρων τμημάτων των ελληνικών εδαφών», έθεσε
ευθέως τη διοργάνωση των Αγώνων στην υπηρεσία του ελληνικού κράτους.
Η
προετοιμασία και η διεξαγωγή των Αγώνων του 1896 ήταν εντονότατα
«χρωματισμένες» από τη ρητορική της Εθνικής Εταιρείας, στις γραμμές
της οποίας συγκαταλέγονταν πολλοί επιφανείς, δραστήριοι συντελεστές της
διοργάνωσης. Ένας ήταν ο (πρώτος) πρόεδρος της ΔΟΕ, Δημήτρης Βικέλας.
Για την Εθνική Εταιρεία ο Κ. Γεωργιάδης γράφει ότι υπήρξε «κύριος
μοχλός άσκησης πίεσης για την εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτόν τον πόλεμο»
(του 1897).
Δεν
θα μπορούσε βεβαίως η σαρκαστική, απολαυστική πένα του Γιώργου Σουρή
να μην ...τιμήσει τον παροξυσμό που δέσποσε στην περίοδο των Αγώνων.
Έγραψε: «Κι εμείς με τον Οβρέντοβιτς, των Σέρβων βασιλέα / δυο μερδικά
θα κάνομε την γην των Μακεδόνων / κι απλώνοντας φαρδιά-πλατιά την κάθε
μας αρίδα / μονάχα με το Στάδιον των διεθνών Αγώνων/ θα χάψομεν την
εκλεκτήν του λέοντος μερίδα»...
Παρεμπιπτόντως:
Είναι κωμικοτραγικό να σκέφτεται κανείς πως τότε προκάλεσε τέτοια
μαζική αυταρέσκεια μια διοργάνωση, στην οποία έλαβαν μέρος 77 όλοι κι
όλοι (!) ξένοι αθλητές - ή και «αθλητές», αν ληφθεί υπόψη π.χ. ότι στην
αγγλική αποστολή ενσωματώθηκαν δύο υπάλληλοι της πρεσβείας.
Ήταν
όμως οι πρώτοι Αγώνες έπειτα από το ...393 μ.Χ. Ελλείψει συγκρίσιμων
μεγεθών, καθένας μπορούσε -κατά το δοκούν- να αποθηκεύσει στην ψυχή του
ό,τι ήθελε, σε όση ποσότητα το ήθελε: Ικανοποίηση, αυτοπεποίθηση,
εθνική έξαψη, εθνικιστική παράκρουση ή και την ιδέα ότι η χώρα θα διέλυε
την Τουρκία σε μια ένοπλη σύρραξη...
Μήπως
τουλάχιστον οι Ολυμπιακοί Αγώνες δικαίωναν την ...ειρηνόφιλη φήμη τους
έστω και εκ των υστέρων; Μήπως, δηλαδή, όταν πλέον είχαν σιγήσει τα
όπλα, αναλάμβανε ο θεσμός να επουλώσει ταχύτερα τις πληγές, να αμβλύνει
πάθη και μίση; Αμ δε...
Οι
πρώτοι Αγώνες έπειτα από τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, εκείνοι του
1920, ανατέθηκαν άρον - άρον στην Αμβέρσα, 19 μόλις μήνες πριν από την
προγραμματισμένη έναρξη τους! Η Ουγγαρία που είχε επιλεγεί το 1914,
στη Σύνοδο της Λιόν, δεν επιτρεπόταν πλέον να τους διοργανώσει. Ο λόγος;
Ήταν μια από τις ηττημένες χώρες στην «κρεατομηχανή» του 1914-1918.
Από
τους Αγώνες της Αμβέρσας αποκλείστηκαν όλες οι ηττημένες στον πόλεμο
χώρες, κατά συνέπεια είναι κάπως δύσκολο να διαγνωστούν «συμφιλιωτικά»
ψήγματα. Από τους Αγώνες του 1924, στο Παρίσι, απουσίασε η Γερμανία,
επειδή ο γάλλος πρωθυπουργός Ραμόν Πουανκαρέ αρνήθηκε να χορηγήσει βίζα
στους αθλητές της.
Έστω
και με μια ελαφρά παρέκκλιση από τον πυρήνα του θέματος μας, ας
σημειωθεί κάτι: Ανέκαθεν η ΔΟΕ ανέθετε τη διοργάνωση σε διάφορες χώρες
λαμβάνοντας σοβαρότατα υπόψη τα πολιτικά, οικονομικά και
γαιοστρατηγικά «θέλω» συμφερόντων και δυνάμεων, με τις οποίες τα
...είχε καλά.
Κάπως
έτσι, όταν κατέφθασε η ώρα να εμπεδώσουν οι κοινωνίες της Δύσης το
συμπέρασμα πως οι παλιοί εχθροί του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πλέον
καλοί σύμμαχοι, σε έναν κόσμο διαιρεμένο από άλλη βασική διαχωριστική
γραμμή, τότε οι χώρες του παλιού «Άξονα» ανέλαβαν τους Αγώνες σχεδόν
στη σειρά: Ρώμη το 1960, Τόκιο το 1964, Μόναχο το 1972. Εμβόλιμα, το '68
τιμήθηκε το Μεξικό, πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ στην αμερικανική ήπειρο.
Ακόμη
και το «τάιμνγκ» της ανάθεσης των Αγώνων στη Μόσχα είχε τη σημασία
του: Αυτό έγινε το 1974, όταν η ύφεση στις σχέσεις των δυο υπερδυνάμεων
βρισκόταν στο ζενίθ. Είχε προηγηθεί η επίσκεψη Νίξον στη Μόσχα το 1972
και η εν γένει εντυπωσιακή βελτίωση των αμερικανο-σοβιετικών σχέσεων
στη διετία 1972-73. Άλλο αν τα πράγματα άλλαξαν μέχρι το έτος
διεξαγωγής των Αγώνων στην ΕΣΣΔ κι έγινε το πρώτο από τα δυο διαδοχικά
μποϋκοτάζ των μεν και των δε (Μόσχα 1980, Λος Άντζελες 1984).
Επιστρέφοντας
στα των πολέμων (των πολλών ...κανονικών, όχι του ενός «Ψυχρού»),
μοιραία θα προσκρούσουμε σε μια ...παραλλαγή του απατηλού μύθου: «Όλα
αυτά ήταν ένας εκτροχιασμός από τα αγνά ολυμπιακά ιδεώδη, στα οποία και
πρέπει να επανέλθουμε».
Πότε
ακριβώς ...εμφανίστηκε αυτή η αγνότητα; Η απάντηση - κλισέ είναι:
«'Οταν ο ρομαντικός, ευγενής βαρόνος Πιερ Ντε Κουμπερτέν εμπνεύστηκε την
αναβίωση των Αγώνων». Πολύ αφελές για να είναι αληθινό...
Οι
Αγώνες του 1896 είχαν διπλή σχέση με τα όπλα. Δεν οδήγησαν απλώς την
Ελλάδα σε έναν καταστρεπτικό πόλεμο. «Γεννήθηκαν» κι οι ίδιοι από τις
στάχτες ενός πολέμου: Ο Ντε Κουμπερτέν «ανακάλυψε» την Αρχαία Ολυμπία
όταν η Γαλλία έχασε την ...Αλσατία!
Στον
απόηχο του γαλλογερμανικού πολέμου 1870-71 που είχε οδυνηρή έκβαση για
το Παρίσι, ο διορατικός, αριστοκράτης Ντε Κουμπερτέν αντελήφθη κάτι:
Οι ελίτ της χώρας του χρειάζονταν ένα νέο πεδίο διεθνούς δράσης και
ανταγωνισμού, στο οποίο η Γαλλία θα είχε την πρωτοκαθεδρία. Κάτι σαν
μίνι αντίβαρο στην πολιτική και οικονομική υπεροχή των Γερμανών, κάτι
σαν μοχλό ανύψωσης του γαλλικού κύρους.
Μια συνοπτική καταγραφή γεγονότων αρκεί για να φανεί η ...ουμανιστική ανιδιοτέλεια του ντε Κουμπερντέν...
Ο «ρεβανσιστής» Βαρόνος, οι αρχαίοι πόλεμοι για τον ...ιερό χώρο
Είναι
δυνατόν να διοργανώνεις Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο (Παρίσι, Ιούνιος
1894) και να μην προσκαλείς τις σημαντικές αθλητικές ενώσεις της
μεγαλύτερης ευρωπαϊκής χώρας, της Γερμανίας; Είναι, αν λέγεσαι Ντε
Κουμπερτέν και πασχίζεις να συνεχίσεις «με άλλα μέσα» τον πόλεμο... Κατά
τη διάρκεια του 1894 κι ενώ οι Αγώνες είχαν ήδη ανατεθεί στην Ελλάδα, ο
Ντε Κουμπερτέν πρόλαβε να τσακωθεί και με τους Άγγλους, που διαπίστωσαν
ότι ο βαρόνος «έκοβε και έραβε» τους κανονισμούς στα μέτρα των
γαλλικών προτύπων. Ο βρετανικός Τύπος απειλούσε ότι οι Άγγλοι αθλητές
δεν θα ταξίδευαν στην Αθήνα. Εν συγκρίσει, όμως, προς το γαλλογερμανικό
«μέτωπο», η σύγκρουση Άγγλων - Ντε Κουμπερτέν φάνταζε παιδικό
καβγαδάκι.
Στις
12 Ιουνίου 1895 δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα Zik Μπλα ανυπόγραφο
άρθρο, το οποίο όμως αποδόθηκε στον ίδιο τον Ντε Κουμπερτέν. Ο
αρθρογράφος μεταξύ άλλων ανέλυσε τα των Αγώνων ως στοιχείο της
πολιτικής σκακιέρας Παρισιού - Βερολίνου: «Στην παρούσα συγκυρία η
ελληνική βασιλική οικογένεια δεν έχει καλές σχέσεις με τον Οίκο των
Χοετσόλερν. Οι συμπάθειες της κλίνουν προς την πλευρά της Γαλλίας».
Επακολούθησε
χαμός. Το Βερολίνο διεμήνυσε παντοιοτρόπως ότι δεν επρόκειτο να
ανεχθεί πλέον το αντιγερμανικό μένος του Ντε Κουμπερτέν. Εκείνος
αποκήρυξε το άρθρο, πιθανότατα πιεσθείς από πολιτικούς παράγοντες στο
Παρίσι. Ελάχιστους όμως έπεισε στη Γερμανία, της οποίας οι τρεις
μεγαλύτερες αθλητικές ενώσεις αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν τους Αγώνες της
Αθήνας.
Για
να σωθούν τα προσχήματα και να εκπροσωπηθεί η Γερμανία στους Αγώνες,
εργάστηκαν πυρετωδώς Γερμανοί φιλέλληνες που δραστηριοποιούνταν στην
Επιτροπή για τη Συμμετοχή της Γερμανίας -ναι, συγκροτήθηκε τέτοιος
φορέας!
Στην
πραγματικότητα, η ανάθεση των πρώτων, «δοκιμαστικών» Αγώνων στην Ελλάδα
ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ο Ντε Κουμπερτέν ως απαρχή της υλοποίησης
των σχεδίων του. Θα εξασφάλιζε δάφνες αυθεντικότητας και στη συνέχεια
το νερό θα κυλούσε στο αυλάκι: Οι επόμενοι Αγώνες θα γίνονταν στο
Παρίσι (όπως κι εκείνοι του 1924) κι ο ίδιος θα αναδεικνυόταν σε
κεντρικό πρόσωπο της διεθνούς αθλητικής σκηνής από το 1896 μέχρι το
1925.
Μια
καλή κουβέντα, πάντως, είπε για τους άσπονδους εχθρούς του ο βαρόνος,
ένα χρόνο προτού εγκαταλείψει (1937) τον μάταιο τούτο κόσμο: Πρόλαβε να
χαιρετήσει ενθουσιωδώς το γεγονός ότι οι Αγώνες διεξάγονταν στη
«δωρική Γερμανία», όπως χαρακτήρισε το ναζιστικό καθεστώς... Τι τον
«ημέρεψε», άραγε, τον υπερ-συντηρητικό βαρόνο; Τα γεράματα, ή ο
θαυμασμός του για την άτεγκτη πειθαρχία, το μιλιταριστικό πνεύμα και -εν
γένει-το «σύστημα αξιών» του εθνικοσοσιαλισμού;
Εάν
ταξιδέψουμε στην αρχαία Ελλάδα, μήπως θα βρούμε -επιτέλους- την
«ολυμπιακή ειρήνη» και θα νοσταλγήσουμε τα προγονικά κλέη; «Αηδέστατο
ιστορικό ψεύδος» γράφει ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο εξαιρετικό βιβλίο του
«Μύθος, Απάτη και Βαρβαρότητα οι Ολυμπιάδες» (εκδόσεις Πιρόγα),
παρατηρώντας ότι εν προκειμένω ταυτίζεται η «ειρήνη» με την «εκεχειρία»,
δηλαδή την προσωρινή παύση εχθροπραξιών. Η πρώτη ήταν ...παραμύθι. Η
δεύτερη;
Η
θέσπιση εκεχειρίας ήταν απόρροια της συμφωνίας δύο γειτόνων και ενός
τρίτου, υψηλού τοποτηρητή: Συμφώνησαν ο βασιλιάς της Ήλιδας, Ίφιτος, ο
ομόλογος του της Πίσας, Κλεοσθένης και προσυπέγραψε ο Λυκούργος της
Σπάρτης. Με την εκεχειρία η Ολυμπία χαρακτηρίστηκε «ιερά ζώνη του Διός»
κι η Ηλεία κηρύχθηκε αποστρατιωτικοποιημένη. Τι άλλο χρειαζόταν;
Κάποιοι σε ρόλο ...«σεκιούριτι», εγγυητές της εκεχειρίας. Το έργο αυτό
ανέλαβαν οι Σπαρτιάτες - ποιοι άλλοι;
Η
εκεχειρία λοιπόν είχε σαφή τοπικό προσδιορισμό (Ηλεία) και ευδιάκριτο
κίνητρο: Με τόσους πολέμους μεταξύ πόλεων ανά τον ελληνικό χώρο, πώς
στην ευχή θα κατέφθαναν στην Ολυμπία οι ενδιαφερόμενοι - αθλητές,
άρχοντες και λοιποί VIP της εποχής;
«Παραέξω»,
της λοιπής Πελοποννήσου συμπεριλαμβανομένης, οι αιματοχυσίες
συνεχίζονταν κανονικά. Απλώς, αν ήσουν ένοπλος και φιλοδοξούσες να
περάσεις από την Ηλεία, παρέδιδες το ξίφος ή το δόρυ σου κατά την
είσοδο και τα παραλάμβανες κατά την έξοδο - σαν μπαγκάζια σε αεροπλάνο ή
πούλμαν. «Τα όπλα παραδίδοντας απολαμβάνειν μετά την εκ των όρων
έκβασιν», όπως έγραψε ο ιστορικός και φιλόσοφος Στράβων στα Γεωγραφικά.
Τι
τα θέλετε, όμως... Μεγάλος ήταν ο πειρασμός εκάστου εκ των γειτόνων να
κυριαρχήσει στον ολυμπιακό χώρο, όπου βρισκόταν κι ο ναός του Δία. Η
πρωτοκαθεδρία εκεί εξασφάλιζε πολιτική επιρροή, γόητρο αλλά και μεγάλα
οικονομικά οφέλη, επειδή αφθονούσαν οι πλούσιοι επισκέπτες και τα
πολύτιμα αφιερώματα.
Ένας
αιώνας (περίπου) παρήλθε από τη συμφωνία Ίφιτου - Κλεοσθένη και τα
μαχαίρια βγήκαν από τις θήκες. Ύστερα από πολεμικές αναμετρήσεις, η
Πίσα ανέλαβε τη διοργάνωση των 8ων και 34ων Αγώνων. Τη δεύτερη φορά
μάλιστα, οι Πισαίοι πολέμησαν δι' αντιπροσώπων: Το 668 π.Χ. έπεισαν τον
Φείδωνα, τύραννο του Αργούς, να επέμβει στρατιωτικά, να καταλάβει την
Ολυμπία κι οι ίδιοι να διοργανώσουν τους Αγώνες υπό την αιγίδα του.
Έτσι
κι έγινε. Στους 34ους Ολυμπιακούς Αγώνες κουμάντο έκαναν ο Φείδωνας και
ο βασιλιάς των Πισαίων, ο Πανταλέων - «λέων» εκ του ασφαλούς, χάρη στα
όπλα των Αργεί-ων. Οι Ηλείοι όμως αντεπιτέθηκαν το 664 π.Χ. και ανέλαβαν
πάλι τα ηνία των Αγώνων. Η κυριαρχία της Πίσας έγινε πίσα και
πούπουλα.
Και
οι «σεκιουριτάδες» Σπαρτιάτες; Αυτοί βοήθησαν την Ήλιδα να ανακτήσει
τον έλεγχο της στην Ολυμπία. Όμως αν είσαι και «σεκιουριτάς» κι εσύ
συμφέρον δεν κοιτάς; Οι Σπαρτιάτες έκαναν θρύψαλα την εκεχειρία των
Αγώνων του 420 π.Χ. εισβάλλοντας στην Ήλιδα και καταλαμβάνοντας το
Λέπραιο.
Η
...παράδοση τηρήθηκε κι αργότερα, με ευλάβεια. Το 365 π.Χ. οι Πισαίοι
επανήλθαν εναντίον των Ηλείων, συμμαχώντας με τους Αρκάδες, οι οποίοι
λεηλάτησαν τους θησαυρούς της Ολυμπίας και έτσι πλήρωσαν τους
μισθοφόρους τους.
Αν
η εκεχειρία θρυμματιζόταν έτσι για τον ίδιο τον έλεγχο του «ιερού
χώρου», εύκολα φαντάζεται κανείς πόση ...ολυμπιακή ειρήνευση βασίλευε
«στα πέριξ»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου